Υλικά συντηρητικών αποκαταστάσεων νεογιλών γομφίων - Ανασκόπηση κλινικών μελετών

 

Μανάκου Α.*

 

* Παιδοδοντίατρος, Υπ. Διδάκτωρ Οδοντιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ

 

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Οδοντιατρική Σχολή, Εργαστήριο Παιδοδοντιατρικής

 

Η αποκατάσταση της τερηδόνας στη νεογιλή οδοντοφυΐα, παρουσιάζει αρκετές διαφορές από την αποκατάστασή της στη μόνιμη οδοντοφυΐα. Σε γενικές γραμμές, τα υλικά αποκαταστάσεως παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας στα νεογιλά δόντια απ’ ότι στα μόνιμα.

Σήμερα υπάρχει μια πληθώρα υλικών από τα οποία ο κλινικός καλείται να επιλέξει το πιο κατάλληλο και αποτελεσματικό για την αποκατάσταση των τερηδονισμένων νεογιλών δοντιών. Από την παρούσα βιβλιογραφική ανασκόπηση προκύπτει ότι οι αποκαταστάσεις αμαλγάματος παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά επιτυχίας και η διάρκειά τους είναι το λιγότερο 3,5 χρόνια αλλά ενδεχομένως και περισσότερο από 7 χρόνια. Έχοντας σα δεδομένο τον περιορισμένο χρόνο ζωής των νεογιλών δοντιών, φαίνεται ότι το αμάλγαμα είναι υλικό επιλογής για την αποκατάσταση τερηδονισμένων νεογιλών γομφίων. Η αποτελεσματικότητα των συνθέτων ρητινών για την αποκατάσταση νεογιλών γομφίων έχει διαπιστωθεί σε κλινικές μελέτες διάρκειας έως και 4 ετών και τα υλικά αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά του αμαλγάματος. Η πλειοψηφία των μελετών που εξέτασαν αποκαταστάσεις με σύνθετη ρητίνη σε νεογιλά δόντια έδειξαν ότι το υλικό αυτό είχε καλά αποτελέσματα όσον αφορά την ανατομικότητα και την οριακή προσαρμογή αλλά παρουσίασε υψηλά ποσοστά αποτυχίας και εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας – στις παλαιότερες μελέτες. Σε συγκριτικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν βρέθηκε ότι μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας σημειώθηκαν όταν χρησιμοποιήθηκε χημικά πολυμεριζόμενη σύνθετη ρητίνη συγκριτικά με φωτοπολυμεριζόμενη, σε αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας συγκριτικά με αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και σε συντηρητικές παρασκευές κοιλοτήτων συγκριτικά με τυπικές παρασκευές. Οι συμβατικές και οι κεραμομεταλλικές υαλοϊονομερείς κονίες, λόγω των υψηλών ποσοστών αποτυχίας που παρουσιάζουν δε συστήνονται για την αποκατάσταση νεογιλών γομφίων – ειδικά για εμφράξεις σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας. Αντίθετα, τόσο οι ρητινώδεις τροποποιημένες όσο και οι υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερείς κονίες παρουσιάζουν βελτιωμένες ιδιότητες και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αποκατάσταση νεογιλών γομφίων, αλλά ειδικά για τις δεύτερες, απαιτείται πιο μακρόχρονη βιβλιογραφική τεκμηρίωση της αποτελεσματικότητάς τους. Τέλος, η πλειοψηφία των μελετών που εξετάζουν αποκαταστάσεις με όξινες τροποποιημένες σύνθετες ρητίνες παρουσιάζουν αποτελέσματα συγκρίσιμα με αυτά του αμαλγάματος και των συνθέτων ρητινών για διάστημα παρακολούθησης έως και 3 χρόνια και συστήνονται για την αποκατάσταση νεογιλών δοντιών με περιορισμένες τερηδονικές βλάβες υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η αποκατάσταση της τερηδόνας στη νεογιλή οδοντοφυΐα, παρουσιάζει αρκετές διαφορές από την αποκατάστασή της στη μόνιμη οδοντοφυΐα. Σε γενικές γραμμές, τα υλικά αποκαταστάσεως έχουν μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας στα μόνιμα δόντια απ’ ότι στα νεογιλά, γεγονός το οποίο μπορεί να αιτιολογηθεί απ’ τις διαφορές στη μορφολογία και στο μέγεθος των νεογιλών δοντιών, στη μεγάλη αποτριβή που αυτά εμφανίζουν καθώς και στην έλλειψη συνεργασίας που παρατηρείται μερικές φορές απ’ τα παιδιά και που επηρεάζει την κλινική συμπεριφορά των υλικών[1].

Σε περίπτωση εκτεταμένης τερηδονικής βλάβης πολλών επιφανειών σε νεογιλά οπίσθια δόντια, ο πιο ασφαλής τρόπος αποκατάστασης είναι οι ανοξείδωτες στεφάνες.[2] Όσον αφορά τις συντηρητικές αποκαταστάσεις, το εμφρακτικό υλικό το οποίο κυριαρχούσε έως πρόσφατα είναι το οδοντιατρικό αμάλγαμα. Κανένα άλλο υλικό δεν έχει συγκεντρώσει τόσες πολλές μελέτες (εργαστηριακές και κλινικές) που να διαπιστώνουν την αποτελεσματικότητά του σε νεογιλούς γομφίους.[3],[4] Παρ’ όλ’ αυτά, εξ’ αιτίας της χαμηλής αισθητικής του απόδοσης και κυρίως της διαμάχης που έχει ξεσπάσει σχετικά με τις υποτιθέμενες επιπτώσεις από τη χρήση του στον οργανισμό και στο περιβάλλον, εναλλακτικά εμφρακτικά υλικά έχουν προταθεί από πολλούς ερευνητές για την αποκατάσταση νεογιλών δοντιών. Τα υλικά αυτά, με βάση τη χρονολογική εμφάνισή τους, είναι οι σύνθετες ρητίνες, οι υαλοϊονομερείς κονίες με τις υποομάδες τους και οι όξινες τροποποιημένες σύνθετες ρητίνες.

Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν τέσσερα είδη μελετών (ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, εργαστηριακές μελέτες, πρακτική εμπειρία και κλινικές μελέτες) που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ποσοστού επιβίωσης των αποκαταστάσεων και των παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν το ποσοστό αυτό. Οι κλινικές μελέτες δίνουν την πιο έγκυρη εικόνα σχετικά με την επιβίωση των αποκαταστάσεων, διότι εξετάζουν αποκαταστάσεις που έχουν παραμείνει στο στόμα των ασθενών για κάποιο χρονικό διάστημα.

Ο πιο ακριβής υπολογισμός του ποσοστού επιβίωσης μιας αποκατάστασης δίνεται μέσω των μακράς διάρκειας προοπτικών ελεγχόμενων κλινικών μελετών. Όμως, λόγω της πολυπλοκότητας και του χρόνου που απαιτείται για την οργάνωση μιας τέτοιας μελέτης, οι αναδρομικές μακράς διάρκειας κλινικές μελέτες έχουν προταθεί ως εναλλακτικό υπόδειγμα μελέτης των αποκαταστάσεων. Παρ’ όλ’ αυτά, οι αναδρομικές κλινικές μελέτες παρουσιάζουν ορισμένους περιορισμούς που σχετίζονται με μεταβλητές όπως οι κλινικές συνθήκες κατά το διάστημα θεραπείας, η ποιότητα των αποκαταστάσεων, η επιδεξιότητα του επεμβαίνοντα οδοντιάτρου, η στοματική υγιεινή του ασθενούς καθώς και οι διαιτητικές του συνήθειες.

Στις προοπτικές κλινικές μελέτες, οι αποκαταστάσεις αξιολογούνται για ένα αριθμό παραμέτρων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τα πιο διαδεδομένα κριτήρια για την αξιολόγηση των συντηρητικών αποκαταστάσεων είναι τα United States Public Health System κριτήρια (USPHS) τα οποία εισήχθηκαν από τους Cvar και Ryge[5] και στη συνέχεια τα τροποποιημένα USPHS κριτήρια.[6] Τα κριτήρια αυτά βασίζονται στην κλινική επισκόπηση και είναι τα ακόλουθα: ανατομικότητα (anatomic form), οριακή προσαρμογή (marginal integrity), επιφανειακή υφή (surface texture), αξονική διαμόρφωση (axial contour), μεταβολή χρώματος στο όριο της αποκατάστασης (interfacial staining) και δευτερογενής τερηδόνα (secondary caries).

Τα κριτήρια που αναφέρονται στις περισσότερες μελέτες, είναι η ανατομικότητα και η οριακή προσαρμογή.

Η ανατομικότητα περιγράφει το βαθμό απώλειας του υλικού από τη μάζα της αποκατάστασης και έχει σχέση με το μέγεθος της μασητικής αποτριβής του υλικού, την αποκάλυψη ή όχι της οδοντίνης και τη λειτουργικότητα της έμφραξης με τους ανταγωνιστές. Υπάρχουν 3 διαβαθμίσεις: ιδανική αποκατάσταση (Alpha) (A), επιφανειακή απώλεια του υλικού (Bravo) (B) και απώλεια υλικού σε βαθμό που να φαίνεται το ουδέτερο στρώμα ή η οδοντίνη (Charlie) (C)

Η οριακή προσαρμογή είναι η κατάσταση των ορίων της έμφραξης κατά μήκος της ένωσης υλικού και δοντιού και κλινικά σχετίζεται με αποχρωματισμό των ορίων, δευτερογενή τερηδόνα και ευαισθησία. Υπάρχουν 4 διαβαθμίσεις: ιδανική αποκατάσταση (Alpha) (A), ο ανιχνευτήρας σκαλώνει στο όριο έμφραξης-δοντιού (Bravo) (B), απώλεια υλικού σε βαθμό που φαίνεται το ουδέτερο στρώμα ή η οδοντίνη (Charlie) (C) και η έμφραξη κινείται ή έχει σπάσει (Delta) (D)

Σε γενικές γραμμές, οι βαθμολογίες Alpha και Bravo θεωρούνται κλινικά αποδεκτές ενώ οι Charlie και Delta θεωρούνται κλινικά μη αποδεκτές.

Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τις συντηρητικές αποκαταστάσεις νεογιλών γομφίων είναι – με χρονολογική σειρά εμφάνισης – το αμάλγαμα, οι σύνθετες ρητίνες, οι υαλοϊονομερείς κονίες (συμβατικές, κεραμομεταλλικές, ρητινώδεις τροποποιημένες υαλοϊονομερείς κονίες και υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερείς κονίες) και οι όξινες τροποποιημένες σύνθετες ρητίνες. Παρακάτω παρατίθενται οι κλινικές μελέτες που υπάρχουν στη βιβλιογραφία για κάθε ένα από αυτά τα υλικά.

 

ΑΜΑΛΓΑΜΑ

Το αμάλγαμα χρησιμοποιείται για την αποκατάσταση τερηδονικών βλαβών στην Οδοντιατρική περισσότερα από 150 χρόνια. Παρ’ όλ’ αυτά, η εισαγωγή των αισθητικών, συγκολλούμενων υλικών αποκατάστασης έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια τα δεδομένα στην επιλογή του υλικού, ιδιαίτερα όσον αφορά τη νεογιλή οδοντοφυΐα. Σε αυτό έχει συμβάλλει η ανησυχία για την πιθανή τοξικότητα του υδραργύρου που περιέχει το αμάλγαμα σε συνδυασμό με περιβαλλοντικά θέματα, τα οποία οδήγησαν ορισμένες αρχές να συστήσουν τη μη χρησιμοποίησή του σε νεογιλούς γομφίους[7]. Από την άλλη πλευρά, αν και τόσο η Βρετανική Παιδοδοντική Εταιρεία[8] όσο και η Αμερικανική Ακαδημία Παιδοδοντιατρικής[9] δεν υποστηρίζουν τον περιορισμό στη χρήση του αμαλγάματος, φαίνεται ότι στην κλινική πράξη η χρησιμοποίησή του συνεχώς μειώνεται[10].

Για πολλούς οδοντιάτρους το αμάλγαμα θεωρείται το υλικό αναφοράς, αν και έχει κάποιες αδυναμίες όπως η ανάγκη για αφαίρεση μεγάλου τμήματος υγιούς οδοντικού ιστού για τη μηχανική συγκράτηση στην κοιλότητα ή η τάση του για κατάγματα σε περιπτώσεις λεπτού στρώματος υλικού. Από την άλλη πλευρά είναι ένα υλικό που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία κατά την τοποθέτηση, ιδιαίτερα όσον αφορά την υγρασία, γεγονός που του προσφέρει μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων υλικών στα παιδιά.

Αν και το αμάλγαμα παραμένει μέχρι και σήμερα από μερικούς οδοντιάτρους το υλικό επιλογής για τις αποκαταστάσεις των νεογιλών γομφίων[11] οι προοπτικές κλινικές μελέτες που αναφέρονται αποκλειστικά σε εμφράξεις αμαλγάματος είναι λιγοστές. Τις περισσότερες πληροφορίες για τη συμπεριφορά των αποκαταστάσεων με αμάλγαμα μπορούμε να τις αντλήσουμε κυρίως από αναδρομικές μελέτες ή από προοπτικές μελέτες στις οποίες ερευνάται η κλινική συμπεριφορά πιο σύγχρονων υλικών (π.χ. σύνθετες ρητίνες, υαλοϊονομερείς κονίες κλπ) όπου το αμάλγαμα αποτελεί την ομάδα ελέγχου. Όλες οι αναδρομικές μελέτες που εξετάζουν αποκαταστάσεις αμαλγάματος παρατίθενται στον Πίνακα 1 και όλες οι προοπτικές στον Πίνακα 2.

 

Πίνακας 1: Αποκαταστάσεις αμαλγάματος σε νεογιλά δόντια. Ανδρομικές μελέτες

Συγγραφείς

Αριθμός αποκαταστάσεων

Αποτελέσματα

Braff, 1975

150 ΙΙης ομάδας

Π.A. 88,7%

Dawson και συν, 1981

280 Ιης και ΙΙης ομάδας

Π.Α.:

1ος γ.: Ιης 75% και ΙΙης 70%

2ος γ.: Ιης 32,3% και ΙΙης 71,4%

Holland και συν, 1986

1139 Ιης και ΙΙης ομάδας

1ος γ.: Μ.Χ.Ε. 23 μήνες και Π.Ε. 46% για 3 χρόνια

2ος γ.: Μ.Χ.Ε. 36,9 μήνες και Π.Ε. 51% για 3 χρόνια

Levering και Messer, 1988

1898 Ιης και ΙΙης ομάδας

Π.Α.: 27%

«Αληθείς αποτυχίες»: 18%

«Ψευδείς αποτυχίες»: 9%

Wong και Day, 1989

1518 αποκαταστάσεις

«Μη-ανεξάρτητη»: Μ.Χ.Ε. 52,8 μήνες και Π.Ε. 45,3% για 5 χρόνια

«Ανεξάρτητη»: Μ.Χ.Ε. 56,8-68,2 μήνες και Π.Ε. 46,3-51,5% για 5 χρόνια

Roberts και Sherriff, 1990

1024 Ιης και ΙΙης ομάδας

Ιης ομάδας: Π.Α.: 3,9%

Μ.Χ.Ε. 8,5 έτη

Π.Ε. 73,3% για 5 χρόνια

ΙΙης ομάδας: Π.Α.: 11,6%

Μ.Χ.Ε. 7,5 έτη

Π.Ε. 66,6% για 5 χρόνια

Papathanasiou και συν, 1994

198 Ιης και ΙΙης ομάδας

Μ.Χ.Ε. 5 έτη και Π.Ε. 60% για 5 χρόνια

Einwag και Dunninger, 1996

66 ΙΙης αμάδας

Π.Α. 58% και Π.Ε. σχεδόν 40% για 4,5 χρόνια

Mass και συν, 1999

44 ΙΙης ομάδας

Καμία αποτυχία σε διάστημα 3 ετών

Π.Α.:Ποσοστό αποτυχίας, 1ος γ.: Πρώτος γομφίος, 2ος γ.: Δεύτερος γομφίος, Μ.Χ.Ε.: Μέσος Χρόνος Επιβίωσης, Π.Ε.: Ποσοστό Επιβίωσης

Πίνακας 2: Αποκαταστάσεις αμαλγάματος σε νεογιλά δόντια. Προοπτικές μελέτες

Συγγραφείς

Υλικό

Διάρκεια

Είδος κοιλότητας και αρ. εμφράξεων

Αποτελέσματα

Mathewson και συν, 1973 και 1974

New True Dentalloy και Dispersalloy

2 έτη

ΙΙης ομάδας

Μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας στην Ο.Π. με το κράμα Νew Τrue Dentalloy (χαμηλής περιεκτικότητας σε χαλκό)

Peterson και συν, 1985

Amalcap non-γ2 και Yata

4 έτη

78 Ιης και ΙΙης ομάδας

Μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας στην Ο.Π. με το κράμα Yata (εμπλουτισμένο με φθοριούχο κασσίτερο). Καμία διαφορά στην αντιτερηδονογόνο δραστηριότητα.

Nelson και συν, 1980

Dispersalloy

3 έτη

50 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 100% A

Ο.Π.: 79% A

Δ.Τ.: 0%

Tonn και συν, 1980

Optalloy

2 έτη

105 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 95% A

Ο.Π.: 68% A

Δ.Τ.: 8%

Π.Α.: 5,7%

Roberts και συν, 1985

Ease

2 έτη

11 Ιης και 39 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 87% A

Ο.Π.: 83% A

Δ.Τ.: 3%

Oldenburg και συν, 1987α

Sybralloy

2 έτη

27 Ιης και 34 ΙΙης ομάδας

Ιης ομάδας

ΑΝ. και Ο.Π.: 100% A

Δ.Τ.: 0% Π.Α.: 3,7%

ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 93% A

Ο.Π.: 80 A

Δ.Τ.: 0% Π.Α.: 8,8%

Walls και συν, 1988

Amalcap

2 έτη

8 Ιης και 43 ΙΙης ομάδας

Ο.Π.: 17% A

Π.Α.: 20%

Hickel και Voss, 1990

Amalcap SAS

3,5 έτη

34 Ιης και 56 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 78,9% A

Ο.Π.: 43,3% A

Π.Α.: 20,6% (Ιης) 33,9% (ΙΙης)

Hung και Richardson, 1990

Dispersalloy

1 έτος

33 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 100% A

Ο.Π.: 90% A

Δ.Τ.: 0% Π.Α.: 0%

Barr-Agholme και συν, 1991

Dispersalloy

2 έτη

55 ΙΙης ομάδας

Ο.Π.: 68% A και B

Δ.Τ.: 9%

Welbury και συν, 1991

Amalcap

5 έτη

118 ΙΙης και 8 Ιης ομάδας

Μ.Χ.Ε.: 41,4 μήνες

Δ.Τ.: 9,2%

Π.Α.: 20,2%

Östlund και συν, 1992

ΑΝΑ 2000

3 έτη

25 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 100% A

Ο.Π.: 78% A

Π.Α.: 8%

Chu και συν, 1996

Dispersalloy

2 έτη

10 Ιης και 10 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 81,25% A

Ο.Π.: 81,25% A

Π.Α.: 6%

Kaga και συν, 1996

Gallium

1 έτος

32 Ιης και 28 Vης ομάδας

Ο.Π.: 59% (Ιης ομάδας μόνο)

Ε.Ε.: 0% A και 50% B

Qvist και συν, 1997

Dispersalloy

3 έτη

73 Ιης, 456 ΙΙης και 14 Vης ομάδας

Μ.Χ.Ε.: >36 μήνες στο 75% των αποκαταστάσεων

Δ.Τ.: 2% (ΙΙης ομ.)

Π.Α.: 18%

Donly και συν, 1999

Tytin

3 έτη

40 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 83,3% A

Ο.Π.: 71,43% A

Δ.Τ.: 29,41%

Marks και συν, 1999α

Tytin

1 έτος

61 ΙΙης ομάδας

Ιδιόμορφος τρόπος παρουσίασης αποτελεσμάτων

Marks και συν, 1999β

Tytin

3 έτη

30 ΙΙης ομάδας

Ιδιόμορφος τρόπος παρουσίασης αποτελεσμάτων

Fuks και συν, 2000

Dispersalloy

2 έτη

24 ΙΙης ομάδας

Πολύ μικρός αριθμός αποκαταστάσεων για αξιολόγηση στο τέλος των 2 ετών

Kavvadia και συν, 2002

Dispersalloy

2 έτη

57 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 75,5% Α

Ο.Π.: 61,5% Α

Δ.Τ.: 0%

Duggal και συν, 2002

Contour

2 έτη

60 ΙΙης ομάδας

Π.Α.: 4/60

Munshi και συν, 2000

DPI non-γ2 και Gallium

3 μήνες

25 ΙΙης ομάδας από το κάθε κράμα

Πολύ μικρό διάστημα παρακολούθησης

Qvist και συν, 2004

Dispersalloy

8 έτη

73 Ιης, 456 ΙΙης και 14 Vης ομάδας

Μ.Χ.Ε.: >7,8 χρόνια στο 50% των αποκαταστάσεων

Π.Α.: 20%

Soncini και συν, 2007

Dispersalloy

5 έτη

954 Ιης (μικρές-μεσαίες-μεγάλες)

Π.Α. 4%

O.Π.: Οριακή προσαρμογή, ΑΝ.: Ανατομικότητα, Δ.Τ.: Δευτερογενή τερηδόνα Π.Α.: Ποσοστό αποτυχίας, Μ.Χ.Ε.: Μέσος Χρόνος Επιβίωσης, Π.Ε.: Ποσοστό επιβίωσης

Αναδρομικές μελέτες

Σε παλαιότερες μελέτες, η διάρκεια των αποκαταστάσεων με αμάλγαμα συγκρίνεται κυρίως με τη διάρκεια των αποκαταστάσεων με ανοξείδωτες στεφάνες. Έτσι, σύμφωνα με τη μελέτη του Braff[12] που εξέτασε 150 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας με αμάλγαμα χαμηλής περιεκτικότητας σε χαλκό σε νεογιλούς γομφίους, έφταναν μέχρι και το 88,7% του συνόλου των αποκαταστάσεων που εξετάστηκαν σε σχέση με 30,3% για τις ανοξείδωτες στεφάνες. Στη μελέτη των Dawson και συν.[13], που επίσης συνέκρινε τις αποκαταστάσεις αμαλγάματος με ανοξείδωτες στεφάνες, τα ποσοστά αποτυχίας των εμφράξεων αμαλγάματος διαχωρίζονταν ανάλογα με την κατά Black ομάδα της κοιλότητας και με το είδος του δοντιού. Έτσι, τα ποσοστά αποτυχίας για τον πρώτο νεογιλό γομφίο ήταν 75% για τις εμφράξεις Ιης ομάδας και 70% για τις εμφράξεις ΙΙης ομάδας, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για το δεύτερο νεογιλό γομφίο ήταν 32,3% και 71,4%. Θα πρέπει πάντως και εδώ να τονιστεί το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία της αποτυχίας των εμφράξεων Ιης ομάδας και στους δύο νεογιλούς γομφίους αποδίδεται σε καινούρια τερηδονική βλάβη, σε άλλη επιφάνεια απ’ αυτή που είχε αρχικά γίνει η έμφραξη («ψευδής αποτυχία»). Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι οι επεμβαίνοντες οδοντίατροι στη συγκεκριμένη μελέτη ήταν 49, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν μεταπτυχιακοί φοιτητές της Παιδοδοντιατρικής ή/και τελειόφοιτοι φοιτητές της Οδοντιατρικής.

Εκτός από τον τύπο του δοντιού και το είδος της κοιλότητας, οι Holland και συν.[14] εξέτασαν και τη σχέση της διάρκειας μιας αποκατάστασης με αμάλγαμα με την ηλικία του παιδιού κατά την εφαρμογή. Έτσι, αναλύοντας τα αρχεία 1139 αποκαταστάσεων Ιης και ΙΙης ομάδας με αμάλγαμα που είχαν γίνει από προπτυχιακούς φοιτητές σε παιδιά ηλικίας 1-10 ετών, βρήκαν ότι ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης (Μ.Χ.Ε.) των αποκαταστάσεων στον πρώτο νεογιλό γομφίο ήταν 23 μήνες, με Ποσοστό Επιβίωσης (Π.Ε.) 46% για 3 χρόνια ενώ για το δεύτερο νεογιλό γομφίο ο Μ.Χ.Ε. ήταν 36,9 μήνες με Π.Ε. 51% για 3 χρόνια. Επίσης, οι ερευνητές βρήκαν ότι ο Μ.Χ.Ε. επηρεαζόταν σημαντικά από την ηλικία του ασθενούς (και χαρακτηριστικά μειωνόταν στους 11,1 μήνες για τις αποκαταστάσεις που έγιναν σε παιδιά ηλικίας 3 χρονών και κάτω) αλλά και από το είδος της κοιλότητας (οι αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας παρουσίαζαν χαμηλότερο Μ.Χ.Ε. απ’ ότι οι αποκαταστάσεις Ιης ομάδας). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ερευνητές δεν αναφέρουν τα κριτήρια που χρησιμοποίησαν για να θεωρήσουν κάποια αποκατάσταση ως αποτυχημένη, ούτε έκαναν διαχωρισμό πραγματικών και μη πραγματικών αποτυχιών. Αντίθετα, η μελέτη των Levering και Messer[15] ήταν η πρώτη η οποία έκανε το διαχωρισμό ανάμεσα στις «πραγματικές» και «ψευδείς» αποτυχίες των αποκαταστάσεων αμαλγάματος σε νεογιλούς γομφίους. Στη μελέτη αυτή εξετάστηκαν συνολικά 1898 αποκαταστάσεις αμαλγάματος Ιης και ΙΙης ομάδας, οι οποίες έγιναν σε πανεπιστημιακή κλινική από προπτυχιακούς φοιτητές με χρήση απομονωτήρα. Συνολικά, οι ερευνητές αυτοί βρήκαν 27% ποσοστό αποτυχίας στις αποκαταστάσεις αμαλγάματος (Ιης ομάδας και ΙΙης ομάδας), το οποίο όμως μειωνόταν στο 18% όταν αποκλείονταν οι «ψευδείς» αποτυχίες, όπως π.χ. η αντικατάσταση μιας έμφραξης Ιης ομάδας σε ΙΙης ομάδας, λόγω τερηδονισμού μίας ή περισσοτέρων όμορων επιφανειών του δοντιού. Οι ερευνητές αυτοί επίσης, έδειξαν και συσχέτιση της ηλικίας του παιδιού και του βαθμού αποτυχίας της αποκατάστασης όπως είχαν παλαιότερα επισημάνει οι Holland και συν. (14)

Οι Wong και Day[16] χρησιμοποίησαν δύο διαφορετικές μεθόδους ανάλυσης των αποτελεσμάτων κατά την ανάλυση των αρχείων τριών γενικών οδοντιάτρων. Συνολικά εξέτασαν τα αρχεία από 345 παιδιά με 1518 αποκαταστάσεις αμαλγάματος, χωρίς όμως να προσδιορίζουν το είδος της κοιλότητας και το εάν χρησιμοποιήθηκε απομονωτήρας και τοπική αναισθησία. Σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο ανάλυσης («μη-ανεξάρτητη») η οποία περιελάμβανε όλες τις αποκαταστάσεις, οι ερευνητές βρήκαν Μ.Χ.Ε. 52,8 μήνες και Π.Ε. 45,3% για 5 χρόνια. Η δεύτερη μέθοδος ανάλυσης των αποτελεσμάτων («ανεξάρτητη»), περιελάμβανε μόνο μία αποκατάσταση ανά ασθενή, σε μια προσπάθεια των συγγραφέων να ελαττώσουν το συστηματικό σφάλμα (bias) που εισάγεται κατά τη χρησιμοποίηση πολλών αποκαταστάσεων στον ίδιο ασθενή, με το σκεπτικό ότι τα άτομα αυτά παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες τερηδόνας που επηρεάζουν τα αποτελέσματα. Με τη μέθοδο αυτή, οι ερευνητές εξέτασαν περίπου 340 αποκαταστάσεις και βρήκαν Μ.Χ.Ε. 56,8-68,2 μήνες με Π.Ε. 46,3-51,5% για 5 χρόνια. Τα μεγαλύτερα ποσοστά που βρέθηκαν στη μελέτη αυτή σε σχέση με τη μελέτη των Holland και συν.(14) αποδόθηκαν από τους συγγραφείς στη μεγαλύτερη εμπειρία των επεμβαίνοντων οδοντιάτρων σε σχέση με τους φοιτητές που ήταν οι επεμβαίνοντες στην προηγούμενη μελέτη καθώς και στο ότι τα αρχεία εδώ προέρχονταν από ιδιωτικό ιατρείο όπου τα παιδιά ήταν πιο συνεργάσιμα απ’ ότι τα παιδιά που παραπέμπονται σε νοσοκομείο.

Οι Roberts και Sherriff[17], σε μια πολύ καλά οργανωμένη αναδρομική μελέτη συνέκρινε τη διάρκεια των αποκαταστάσεων με αμάλγαμα και με ανοξείδωτες στεφάνες. Ειδικότερα, εξέτασε 1024 εμφράξεις αμαλγάματος Ιης και ΙΙης ομάδας που είχαν γίνει όλες από τον πρώτο συγγραφέα, με χρήση απομονωτήρα και τοπική αναισθησία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τις εμφράξεις Ιης ομάδας το ποσοστό των αληθινών αποτυχιών ήταν 3,9%, ο Μ.Χ.Ε. περίπου 8,5 χρόνια και το Π.Ε. 73,3%, για 5 χρόνια. Για τις εμφράξεις ΙΙης ομάδας το ποσοστό των αληθινών αποτυχιών ήταν 11,6%, ο Μ.Χ.Ε. περίπου 7,5 χρόνια και το Π.Ε., για 5 χρόνια, 66,6%. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την επεξεργασία των αποτελεσμάτων του μετά από μερικά χρόνια με διαφορετική στατιστική ανάλυση[18], τα ποσοστά του Π.Ε. για 5 χρόνια ανέβηκαν στο 93,2% για τις εμφράξεις Ιης ομάδας και στο 71,2% για τις εμφράξεις ΙΙης ομάδας. Τα πολύ χαμηλά ποσοστά αποτυχίας που παρατηρήθηκαν σε αυτή τη μελέτη συγκριτικά με τις προηγούμενες αποδόθηκαν κατά κύριο λόγο στη μεγάλη κλινική εμπειρία του επεμβαίνοντα καθώς και στα αυστηρά κριτήρια που ακολούθησε για την επιλογή της εφαρμογής αμαλγάματος ή ανοξείδωτης στεφάνης κατά περίπτωση. Επίσης, οι συγγραφείς δεν βρήκαν στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στην ηλικία του ασθενούς, τον τύπο του δοντιού και στο είδος της κοιλότητας σε σχέση με τη μακροβιότητα της αποκατάστασης, σε αντίθεση με τα ευρήματα των Holland και συν.(14) και Dawson και συν.(13). Αντίθετα, στη μελέτη των Einwag και Dunninger[19] οι οποίοι επίσης συνέκριναν εμφράξεις αμαλγάματος ΙΙης ομάδας με ανοξείδωτες στεφάνες, τα ποσοστά αποτυχίας για τις εμφράξεις αμαλγάματος ήταν μεγαλύτερα απ’ ότι στην προηγούμενη μελέτη όμως η μεθοδολογία τους είναι αμφισβητήσιμη. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές αυτοί επέλεξαν από τα αρχεία τους μόνο τους ασθενείς εκείνους που έφεραν τουλάχιστο μία έμφραξη αμαλγάματος δύο επιφανειών και μία ανοξείδωτη στεφάνη, και, ανεξάρτητα από τον αριθμό των αποκαταστάσεων που υπήρχαν στο στόμα του κάθε ασθενούς, αυτοί εξέτασαν μόνο μία αποκατάσταση ανά ασθενή, με τυχαία επιλογή. Έτσι, οι ερευνητές βρήκαν ποσοστά αποτυχίας 58% για τις εμφράξεις αμαλγάματος με Π.Ε. περίπου 40% για 4,5 χρόνια, τα οποία είναι σαφώς μεγαλύτερα από τη μελέτη των Roberts και Sherriff(17).

Στη μελέτη των Papathanasiou και συν.(4) εκτός από εμφράξεις αμαλγάματος εξετάστηκαν και άλλα υλικά αποκαταστάσεων όπως σύνθετες ρητίνες, υαλοϊονομερείς κονίες και ανοξείδωτες στεφάνες. Πιο ειδικά, εξετάστηκαν συνολικά 604 αποκαταστάσεις, εκ των οποίων οι 198 ήταν εμφράξεις αμαλγάματος Ιης και ΙΙης ομάδας, που πραγματοποιήθηκαν τόσο από προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές όσο και από διδακτικό και νοσοκομειακό προσωπικό με χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Για τις εμφράξεις αμαλγάματος ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης (Μ.Χ.Ε.) ξεπέρασε τα 5 χρόνια, με Ποσοστό Επιβίωσης (Π.Ε.) 60% για 5 χρόνια. Με βάση το ποσοστό επιβίωσης, η σειρά για την επιτυχία των αποκαταστάσεων ήταν: ανοξείδωτες στεφάνες, αμάλγαμα, σύνθετες ρητίνες και υαλοϊονομερείς κονίες. Η μελέτη αυτή παρουσίασε σχετικά χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας για τις εμφράξεις αμαλγάματος απ’ ότι η μελέτη των Roberts και Sherriff(17), γεγονός το οποίο οι συγγραφείς απέδωσαν στην απειρία των οδοντιάτρων και στη χαμηλότερη επίπτωση της τερηδόνας στην περιοχή του Λονδίνου όπου έγινε η προηγούμενη μελέτη, σε σχέση με την περιοχή του Yorkshire που έλαβε χώρα αυτή η μελέτη.

Η μελέτη των Mass και συν.[20] είναι η πιο πρόσφατη αναδρομική μελέτη που υπάρχει στη βιβλιογραφία. Στη μελέτη αυτή, συγκρίθηκαν 44 αποκαταστάσεις αμαλγάματος σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας με 63 αποκαταστάσεις ΟΤΣΡ σε συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας, οι οποίες τοποθετήθηκαν μετά από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα στο ιατρείο ενός πεπειραμένου παιδοδοντιάτρου. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από τον επεμβαίνοντα οδοντίατρο ανά 6 μήνες και για διάστημα 3 χρόνων, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια. Επίσης, πραγματοποιήθηκε και ακτινογραφικός έλεγχος των αποκαταστάσεων ανά έτος, και οι ακτινογραφίες αξιολογήθηκαν από δύο άλλους ερευνητές. Όλες οι εμφράξεις αμαλγάματος που επανεξετάστηκαν ήταν κλινικά αποδεκτές, χωρίς να έχει παρουσιαστεί δευτερογενής τερηδόνα ή κάταγμα της έμφραξης, παρά μόνο επέκταση του υλικού στο αυχενικό όριο της αποκατάστασης, πιθανόν λόγω ανεπαρκούς τοποθέτησης της σφήνας και υπερβολικής συμπύκνωσης του υλικού.

 

Προοπτικές μελέτες

Ο αριθμός των προοπτικών κλινικών μελετών που περιλαμβάνουν αμιγώς αποκαταστάσεις αμαλγάματος σε νεογιλά δόντια είναι πολύ μικρός. Κύρια πηγή πληροφοριών αποτελούν οι μελέτες εκείνες που χρησιμοποιούν τις αποκαταστάσεις αμαλγάματος ως ομάδα ελέγχου με την οποία συγκρίνεται ένα υπό δοκιμή νέο υλικό. Πιο ειδικά, οι εμφράξεις αμαλγάματος χρησιμοποιήθηκαν ως υλικό ομάδας ελέγχου σε προοπτικές κλινικές μελέτες που εξέτασαν τη συμπεριφορά των συνθέτων ρητινών, όλων των ειδών υαλοïονομερών κονιών (συμβατικές, κεραμομεταλλικές, ρητινώδεις τροποποιημένες) και των όξινων τροποποιημένων συνθέτων ρητινών ως υλικό αποκατάστασης για νεογιλούς γομφίους.

Η πρώτη προοπτική κλινική μελέτη που αναφέρεται αμιγώς σε αποκαταστάσεις αμαλγάματος σε νεογιλά δόντια είναι των Mathewson και συν.[21],[22] Στη μελέτη αυτή, που έγινε σε δύο φάσεις, γίνεται σύγκριση ανάμεσα σε ένα κράμα αμαλγάματος με χαμηλή περιεκτικότητα σε χαλκό (New True Dentalloy) και σε ένα με υψηλή περιεκτικότητα σε χαλκό (Dispersalloy) όσον αφορά την αποτυχία στα όρια της αποκατάστασης. Αν και δεν αναφέρεται ο ακριβής αριθμός τους, όλες οι εμφράξεις ήταν ΙΙης ομάδας και έγιναν από 3 επεμβαίνοντες, οι οποίοι έκαναν επίσης και την αξιολόγηση των αποκαταστάσεων, από φωτογραφίες που ελήφθησαν 1 και 2 έτη μετά την τοποθέτηση των εμφράξεων. Τα αποτελέσματα στην πρώτη επανεξέταση(21) δεν έδειξαν κάποια στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο κράματα σε σχέση με την οριακή προσαρμογή του υλικού. Αντίθετα, τα αποτελέσματα στην δεύτερη επανεξέταση(22) έδειξαν ότι το κράμα αμαλγάματος με χαμηλή περιεκτικότητα σε χαλκό παρουσίασε μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας στην οριακή προσαρμογή του υλικού απ’ ότι τα κράματα με υψηλή περιεκτικότητα σε χαλκό. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται τουλάχιστο δύο έτη για τον προσδιορισμό της κλινικής συμπεριφοράς αποκαταστάσεων αμαλγάματος.

Σε μια άλλη μελέτη που αναφέρεται αμιγώς σε αποκαταστάσεις αμαλγάματος[23], συγκρίνονται ένα κράμα με υψηλή περιεκτικότητα σε χαλκό (Amalcap non-γ2) με ένα κράμα εμπλουτισμένο με φθοριούχο κασσίτερο (Yata) κυρίως όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του δεύτερου στην αποτροπή εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας. Οι δύο επεμβαίνοντες οδοντίατροι τοποθέτησαν 78 αποκαταστάσεις Ιης και ΙΙης ομάδας χρησιμοποιώντας και τους δύο τύπους αμαλγάματος, τον έναν από τη μία πλευρά του στόματος και τον άλλο από την άλλη (split-mouth technique). Έπειτα από 4 χρόνια παρακολούθησης (ανά έτος) η κλινική συμπεριφορά των 2 υλικών ήταν παρόμοια με μόνη εξαίρεση την οριακή προσαρμογή, όπου το εμπλουτισμένο με φθόριο κράμα παρουσίαζε μικρότερα ποσοστά επιτυχίας. Αντίθετα, το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν πολύ χαμηλό καθ’ όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης για να μπορούν να βγουν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την αντιτερηδονογόνο δραστηριότητα του υπό εξέταση κράματος.

Επίσης, το αμάλγαμα χρησιμοποιήθηκε και ως υλικό ελέγχου, για την αξιολόγηση αποκαταστάσεων με κράμα γαλλίου. Η μελέτη των Munshi και συν.[24] εξέτασε 25 αποκαταστάσεις με κράμα γαλλίου και άλλες 25 με ένα κράμα αμαλγάματος υψηλής περιεκτικότητας σε χαλκό (DPI non-γ2), αλλά το διάστημα παρακολούθησης ήταν εξαιρετικά μικρό (μόλις 3 μήνες) γι’ αυτό και τα αποτελέσματα δεν θα αναφερθούν εδώ. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι μια άλλη μελέτη που εξέτασε αποκλειστικά αποκαταστάσεις με κράμα γαλλίου Ιης και Vης ομάδας[25], μετά από ένα χρόνο παρακολούθησης, εμφάνισε ποσοστά κλινικά ιδανικής (A) οριακής προσαρμογής 59% για τις αποκαταστάσεις κοιλοτήτων Ιης ομάδας ενώ η επιφανειακή εμφάνιση (surface appearance) δεν ήταν σε καμιά αποκατάσταση άριστη (0%) και μόλις στο 50% μέτρια (B).

Στη σύγχρονη βιβλιογραφία αναφέρονται πολλές μελέτες στις οποίες ερευνάται η κλινική συμπεριφορά πιο σύγχρονων υλικών (π.χ. σύνθετες ρητίνες, υαλοϊονομερείς κονίες κλπ) όπου το αμάλγαμα αποτελεί την ομάδα ελέγχου και από τις οποίες μπορούμε επίσης να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις του υλικού αυτού.

Στις μελέτες που οι εμφράξεις αμαλγάματος συγκρίθηκαν με αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης, παρατηρήθηκαν διαφορές κυρίως στην παράμετρο της ανατομικότητας, όπου το αμάλγαμα εμφάνισε καλύτερες επιδόσεις, ιδιαίτερα συγκρινόμενο με τις παλαιότερου τύπου, χημικά πολυμεριζόμενες σύνθετες ρητίνες. Έτσι, στις μελέτες των Nelson και συν[26]. όπως και των Tonn και συν.[27], η ανατομικότητα των εμφράξεων αμαλγάματος ήταν 100% Α και 95% Α αντίστοιχα ενώ καμία από τις άλλες παραμέτρους (οριακή προσαρμογή, δευτερογενής τερηδόνα) δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντική διαφορά με τις αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης. Στη μελέτη των Roberts και συν(18) που επίσης συνέκρινε μια χημικά πολυμεριζόμενη σύνθετη ρητίνη με εμφράξεις αμαλγάματος οι συγγραφείς δεν βρήκαν στατιστικά σημαντική διαφορά σε καμία παράμετρο ενώ στη μελέτη των Oldenburg και συν28, στην οποία χρησιμοποιήθηκε ένα πειραματικό σκεύασμα φωτοπολυμεριζόμενης σύνθετης ρητίνης η οριακή προσαρμογή ήταν στατιστικά σημαντικά καλύτερη απ’ ότι στις αποκαταστάσεις με αμάλγαμα αν και η παράμετρος της ανατομικότητας βρέθηκε καλύτερη στις εμφράξεις αμαλγάματος. Αντίθετα, σε πιο σύγχρονες μελέτες όπου χρησιμοποιήθηκαν ακόμα νεότερα σκευάσματα σύνθετης ρητίνης[28],[29] , οι συγγραφείς σημειώνουν υπεροχή των αποκαταστάσεων σύνθετης ρητίνης σε στατιστικά σημαντικό βαθμό – κυρίως στην παράμετρο της οριακής προσαρμογής αλλά και της δευτερογενούς τερηδόνας. [30]

Στις μελέτες όπου οι εμφράξεις αμαλγάματος συγκρίθηκαν με αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας, τα αποτελέσματα κατέδειξαν τη σαφή υπεροχή του αμαλγάματος σε σχέση με το υλικό αυτό, ιδιαίτερα όταν το διάστημα παρακολούθησης ήταν μεγάλο. Έτσι, στην πρώτη μελέτη που συνέκρινε τα δύο αυτά υλικά για 2 χρόνια[31] η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 17% των αποκαταστάσεων αμαλγάματος σε αντίθεση με 38% στις αντίστοιχες με υαλοïονομερή κονία, αν και το γεγονός αυτό αποδόθηκε στη χαμηλή περιεκτικότητα σε χαλκό που είχε το συγκεκριμένο σκεύασμα αμαλγάματος που χρησιμοποιήθηκε. Οι ίδιοι συγγραφείς[32], παρουσίασαν τα αποτελέσματα μετά από 5 χρόνια παρακολούθησης και βρήκαν ότι οι αποκαταστάσεις με υαλοïονομερή κονία εμφάνισαν μικρότερο Μ.Χ.Ε., υψηλότερα ποσοστά αποτυχίας και προοδευτικά κατώτερες επιδόσεις όσον αφορά την ανατομικότητα και την οριακή προσαρμογή, το οποίο καταδεικνύει τη σημασία της διεξαγωγής μακρόχρονων κλινικών μελετών για την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη συμπεριφορά των οδοντιατρικών βιοϋλικών. Η ακαταλληλότητα των υαλοϊνομερών κονιών σε σύγκριση με το αμάλγαμα, ειδικά για τη χρησιμοποίηση τους σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους, φαίνεται και στις μελέτες των Qvist και συν[33],[34], όπου αναφέρεται ήδη από την πρώτη μελέτη το υπερδιπλάσιο ποσοστό αποτυχίας των αποκαταστάσεων υαλοϊονομερούς κονίας σε σχέση με τις εμφράξεις αμαλγάματος αλλά εδραιώνεται ειδικά στη δεύτερη, μετά από 8 χρόνια παρακολούθησης, όπου ο Μέσος Χρόνος επιβίωσης (ΜΧΕ) του 50% των αποκαταστάσεων αμαλγάματος ξεπερνούσε τα 7,8 χρόνια ενώ ο αντίστοιχος ΜΧΕ των υαλοϊνομερών κονιών ήταν μόλις 42 μήνες. Πάντως, στη μελέτη αυτή το κύριο βάρος έπεσε στην εξέταση των όμορων οδοντικών επιφανειών που ήταν σε επαφή με τα υπό εξέταση υλικά αποκατάστασης και στην εξέλιξη τερηδονικής βλάβης σε συνάρτηση με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε, όπου μόλις το 16% των επιφανειών με υαλοïονομερή κονία χρειάστηκε έμφραξη – σε αντίθεση με το 30% των αντίστοιχων επιφανειών με αμάλγαμα.

Οι εμφράξεις αμαλγάματος συγκρίθηκαν και με τις υποομάδες των υαλοϊνομερών κονιών, τις κεραμομεταλλικές και τις ρητινώδεις τροποποιημένες. Στις μελέτες όπου οι εμφράξεις αμαλγάματος συγκρίθηκαν με αποκαταστάσεις κεραμομεταλλικών κονιών, τα αποτελέσματα υπερτερούσαν σαφώς υπέρ του αμαλγάματος ακόμα και με μικρό διάστημα παρακολούθησης μόλις ένα έτος[35], ή με μικρό δείγμα ασθενών[36], ενώ σε μια άλλη μελέτη που δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά[37], με διάστημα παρακολούθησης 3,5 χρόνια, η οποία έδειξε και πάλι υψηλότερα ποσοστά αποτυχίας στις αποκαταστάσεις κεραμομεταλλικής κονίας αλλά όχι σε στατιστικά σημαντικά βαθμό είχε χρησιμοποιηθεί σκεύασμα αμαλγάματος με χαμηλή περιεκτικότητα σε χαλκό. Αντίθετα, στις μελέτες όπου οι εμφράξεις αμαλγάματος συγκρίθηκαν με αποκαταστάσεις ρητινώδους τροποποιημένης σύνθετης ρητίνης, τα αποτελέσματα ήταν πιο ισορροπημένα, με τους συγγραφείς να μην αναφέρουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο υλικά[38],[39].

Οι νεότερες μελέτες που αναφέρονται στη βιβλιογραφία με το αμάλγαμα να χρησιμοποιείται σαν ομάδα ελέγχου αφορούν τις Όξινες Τροποποιημένες Σύνθετες Ρητίνες (ΟΤΣΡ) και η συμπεριφορά των δύο υλικών από μερικούς συγγραφείς κρίνεται παρόμοια[40],[41]. Διαφορές αναφέρθηκαν στη μελέτη των Duggal και συν.[42], όπου βρέθηκε η οριακή προσαρμογή να είναι στατιστικά καλύτερη στις αποκαταστάσεις ΟΤΣΡ, ενώ στη μελέτη των Kavvadia και συν[43] βρέθηκε τόσο η ανατομικότητα όσο και η οριακή προσαρμογή να είναι στατιστικά καλύτερες στις αποκαταστάσεις αμαλγάματος.

 

ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΡΗΤΙΝΕΣ

Τα υλικά αποκατάστασης που χρησιμοποιούνται πιο συχνά σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι το αμάλγαμα και οι σύνθετες ρητίνες. Τα τελευταία χρόνια η χρήση των συνθέτων ρητινών για την αποκατάσταση οπισθίων δοντιών έχει αυξηθεί σημαντικά, αν και είναι υλικά πιο ευαίσθητα στη χρήση και σαφώς πιο δαπανηρά απ’ ότι το αμάλγαμα. Οι κύριοι λόγοι που παρατηρείται αυτή η αύξηση είναι η απαίτηση για πιο αισθητικά υλικά σε σχέση με το αμάλγαμα όπως επίσης και η γενικότερη ανησυχία που προκαλεί η παρουσία του υδραργύρου, τόσο σε επίπεδο πιθανής τοξικότητας όσο και στην επίπτωση που μπορεί να έχει στο περιβάλλον.

Η αποκατάσταση νεογιλών γομφίων παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη πρόκληση σε σχέση με τους μόνιμους, τόσο όσον αφορά τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν η αδαμαντίνη και η οδοντίνη τους όσο και στην έλλειψη συνεργασίας που παρατηρείται πολλές φορές στα παιδιά. Είναι φανερό και από τη βιβλιογραφία ότι οι σύνθετες ρητίνες ξεκίνησαν να χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση νεογιλών γομφίων τη δεκαετία του 1980 αλλά με την εμφάνιση νεώτερων αισθητικών υλικών (υαλοϊονομερείς κονίες, ρητινώδεις τροποποιημένες υαλοϊονομερείς κονίες και όξινες τροποποιημένες σύνθετες ρητίνες) δεν αποτελούν πλέον τη μοναδική εναλλακτική του αμαλγάματος. Όλες οι μελέτες που εξετάζουν αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης παρατίθενται στον Πίνακα 3.

 

Πίνακας 3: Αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης σε νεογιλά δόντια

\

Συγγραφείς

Υλικό

Διάρκεια

Είδος κοιλότητας και αρ. εμφράξεων

Αποτελέσματα

Qvist και συν, 1986

Αναδρομική

57 Ιης, ΙΙΙης, και ΙΙΙης ομάδας

Π.Α. 37%

Papathanasiou και συν, 1994

Αναδρομική

173 Ιης και ΙΙης ομάδας

Μ.Χ.Ε. 32 μήνες και

Π.Ε. 40% για 4 χρόνια

Wendt και συν, 1998

Αναδρομική

>5 έτη

87 Ιης- Vης ομάδας

Π.Α.: 12%

Nelson και συν, 1980

Adaptic

(χημ-πολ.)

3 έτη

50 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 75% A

Ο.Π.: 89,3% A

Δ.Τ.: 3,7%

Tonn και συν, 1980

Epoxydent (χημ-πολ.)

2 έτη

105 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 24% A

Ο.Π.: 71% A

Δ.Τ.: 10,5%

Π.Α.: 12,4%

Leifler και Varpio, 1981

Concise (χημ-πολ.)

2 έτη

91 ΙΙης ομάδας

48% κλινικά ιδανικές αποκαταστάσεις

Paquette και συν, 1983

Profile

(χημ-πολ.)

VisioFil

(φωτ-πολ.)

1 έτος

240 Ιης και ΙΙης ομάδας με τυπική και συντηρητική παρασκευή κοιλότητας

ΑΝ.: 98% A (τυπ. ΙΙης)

ΑΝ.: 97,8% A (συντ. ΙΙης)

Ο.Π.: 86% A (τυπ. ΙΙης)

Ο.Π.: 93,3% A (συντ. ΙΙης)

Π.Α.: 2% (τυπ. ΙΙης)

Π.Α.: 16,7% (συντ. ΙΙης)

Vann και συν, 1984

Profile

(χημ-πολ.)

VisioFil (φωτ-πολ.)

2 έτη

240 Ιης και ΙΙης ομάδας με τυπική και συντηρητική παρασκευή κοιλότητας

Π.Α.: 11,6% (χημ-πολ.)

Π.Α.: 17,4% (φωτ-πολ.)

Π.Α.: 9,8% (τυπ. Ιης και ΙΙης)

Π.Α.: 17,9% (συντ. Ιης και ΙΙης)

Oldenburg και συν, 1985

F-70 (βαριούχος, φωτ-πολ)

Χ-55 (βαριούχος-λιθιούχος, φωτ-πολ.)

2 έτη

357 Ιης, ΙΙης και Vης ομάδας με τυπική, τυπική με λοξοτόμηση και συντηρητική με λοξοτόμηση πα-ρασκευή κοιλότητας

ΑΝ.: 100% A (τυπ.)

ΑΝ.: 97,8% A (τυπ. με λ.)

ΑΝ.: 99% A (συντ. με λ.)

Ο.Π.: 87,7% A (τυπ.)

Ο.Π.: 89,2% A (τυπ. με λ)

Ο.Π.: 94,4% A (συντ. με λ.)

Π.Α.: 4,5% (τυπ.)

Π.Α.: 2,5% (τυπ. με λ.)

Π.Α.: 11,7% (συντ. με λ.)

Roberts και συν, 1985

Profile

2 έτη

13 Ιης και 48 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 84% A

Ο.Π.: 92% A

Δ.Τ.: 0%

Tonn και Ryge, 1985

Ful-Fil

(φωτ-πολ.)

2 έτη

22 Ιης και 74 ΙΙης ομάδας (τυπικές με λοξοτόμηση)

ΑΝ.: 86% A

Ο.Π.: 76% A

Δ.Τ.: 5%

Varpio, 1985

Concise (χημ-πολ.)

6 έτη

91 ΙΙης ομάδας

Π.Α.: 46%

Cooley και συν, 1987

Ful-Fil (φωτ-πολ.)

2 έτη

111 Ιης και ΙΙης ομάδας

92% κλινικά ιδανικές αποκαταστάσεις

Oldenburg και συν, 1987α

Η-120

(πειραματική φωτ-πολ.)

2 έτη

40 Ιης και 51 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 91% A (Ιης)

ΑΝ.: 80% A (ΙΙης)

Ο.Π.: 100% A (Ιης)

Ο.Π.: 92% A (ΙΙης)

Π.Α.: 0% (Ιης) & 3,9% (ΙΙης)

Oldenburg και συν, 1987β

F-70 (βαριούχος, φωτ-πολ)

Χ-55 (βαριούχος-λιθιούχος, φωτ-πολ.)

4 έτη

357 Ιης, ΙΙης και Vης ομάδας με τυπική, τυπική με λοξοτόμηση και συντηρητική με λοξοτόμηση παρασκευή κοιλότητας

ΑΝ.: 95% A (τυπ.)

ΑΝ.: 92% A (τυπ. με λ.)

ΑΝ.: 100% A (συντ. με λ.)

Ο.Π.: 86% A (τυπ.)

Ο.Π.: 97% A (τυπ. με λ)

Ο.Π.: 86% A (συντ. με λ.)

Π.Α.: 8,2% (τυπ.)

Π.Α.: 6,7% (τυπ. με λ.)

Π.Α.: 17,8% (συντ. με λ.)

Tonn και Ryge, 1988

Ful-Fil

(φωτ-πολ.)

4 έτη

96 Ιης και ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 82% A

Ο.Π.: 79% A

Δ.Τ.: 2%

Eidelman και συν, 1989

Herculite (φωτ-πολ.)

1 έτος

60 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 98,2% A

Ο.Π.: 91,4% A

Δ.Τ.: 3,4%

Fuks και συν, 1990β

Herculite (φωτ-πολ.)

2 έτη

60 ΙΙης ομάδας

Retrieval analysis

Ο.Π.: 41,7% A και 50% B (αυχενικά)

Δ.Τ.: 33,3%

Barr-Agholme

και συν, 1991

Ρ-30

(φωτ-πολ.)

2 έτη

64 ΙΙης ομάδας

Ο.Π.: 94% A & B

Δ.Τ.: 6%

Östlund και συν, 1992

Occlusin

(φωτ-πολ)

3 έτη

25 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 100% A

Ο.Π.: 79% A

Π.Α.: 16%

Granath και συν, 1992

Occlusin

(φωτ-πολ)

2 έτη

35 Ιης ομάδας

ΑΝ.:100% Α

Ο.Π.: 94% Α

Hse και Wei, 1997

Prisma TPH (φωτ-πολ.)

1 έτος

38 Ιης ομ. και 21 ΙΙης ομάδας (συντηρητικές)

ΑΝ.: 93,2% A

Ο.Π.: 89,8% A

Π.Α.: 1,7%

Wendt και συν, 1998

Αναδρομική

>5 έτη

87 Ιης- Vης ομάδας

Π.Α.: 12%

Cunha, 2000

TPH Spectrum (φωτ-πολ.)

2,5 έτη

49 Ιης ομάδας (συντ. με λοξοτόμηση)

ΑΝ.: 82% A

Fuks και συν, 2000

Ζ100 (φωτ-πολ.)

2 έτη

38 ΙΙης ομάδας

Δ.Τ.: 18,7%

Attin και συν, 2001

TPH Spectrum (φωτ-πολ.)

3 έτη

96 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 93% A

Ο.Π.: 83% A

Δ.Τ.: 4%

Π.Ε.: 85,5% για 3 έτη

Rastelli και συν, 2001

TPH Spectrum (φωτ-πολ.)

1 έτος

90 ΙΙης ομάδας. Τοποθέτηση Σ.Ρ.: (ομ.1): ενιαία

(ομ.2) τμηματικά και (ομ. 3) τμηματικά με προπολυμερισμένα ένθετα Σ.Ρ.

Ομ.1: ΑΝ.: 85,7% A

Ο.Π.: 100% A

Δ.Τ.: 9,5%

Ομ.2: ΑΝ.: 72,2% A

Ο.Π.: 88,8% A

Δ.Τ.: 22,2%

Ομ.3: ΑΝ.: 76,9% A

Ο.Π.: 76,9% A

Δ.Τ.: 7,7%

Pascon και συν, 2006

Heliomolar RO

2 έτη

18 Ιης και 9 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 59% Α

Ο.Π.: 59% Α

Δ.Τ.: 41%

Andersson-Wenckert & Sunnegardh-Gronberg, 2006

Tetric Flow

2 έτη

1ο μέρος: 66 ΙΙης ομάδας (συντ.)

2ο μέρος: 29 ζεύγη ΙΙης ομάδας (Η3ΡΟ4 & Excite vs Prompt-L-Pop)

Π.Α.: 13,6%

Π.Α.: 6,9% (Η3ΡΟ4 & Excite)

Π.Α.: 0% (Prompt-L-Pop)

Puppin-Rontani και συν, 2006

Ζ100

1,5 έτος

41 μικρές, μεσαίες και μεγάλες (δεν προσδιορίζει ομάδα)

Όλα τα δοκίμια Α για όλες τις USPHS παράμετρους που εξετάστηκαν

dos Santos και συν, 2010

TPH Spectrum

4 έτη

30 Ιης και 14 ΙΙης ομάδας (συντ. με λοξοτόμηση)

Π.Α.: 35,5%

Π.Ε.: 79,6%

O.Π.: Οριακή προσαρμογή, ΑΝ.: Ανατομικότητα, Δ.Τ.: Δευτερογενή τερηδόνα Π.Α.: Ποσοστό αποτυχίας, Μ.Χ.Ε.: Μέσος Χρόνος Επιβίωσης, Π.Ε.: Ποσοστό επιβίωσης, Χημ-πολ.: Χημικά πολυμεριζόμενη, Φωτ-πολ.: Φωτοπολυμεριζόμενη

Αναδρομικές μελέτες

Οι μελέτες που αναφέρονται σε αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης στα νεογιλά δόντια είναι κατά κύριο λόγο προοπτικές, ενώ από τις αναδρομικές μελέτες που εξετάζουν το ίδιο θέμα μόνο η μία αναφέρεται αμιγώς σε αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης.

Η αναδρομική μελέτη των Qvist και συν.[44] αναφέρεται σε αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης σε νεογιλά και μόνιμα δόντια. Σε αυτήν, έλαβαν μέρος 261 γενικοί οδοντίατροι που θα ξεκινούσαν μεταπτυχιακά προγράμματα στην Τερηδονολογία, οι οποίοι έδωσαν πληροφορίες μέσω ερωτηματολογίων για ένα μεγάλο αριθμό εμφράξεων, εκ των οποίων οι 57 ήταν αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης (κυρίως ΙΙΙης ομάδας) που τοποθέτησαν σε νεογιλά δόντια μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 63% των αποκαταστάσεων πραγματοποιήθηκε λόγω ύπαρξης πρωτογενούς τερηδονικής βλάβης ενώ το 37% των αποκαταστάσεων έγιναν ως επανάληψη λόγω αποτυχίας της προηγούμενης έμφραξης. Ο κυριότερος λόγος αποτυχίας με ποσοστό 71% ήταν η απώλεια της έμφραξης και οι περισσότερες από τις μισές αποκαταστάσεις είχαν αποτύχει μέσα στον πρώτο χρόνο από την τοποθέτησή τους. Οι συγγραφείς αιτιολογούν τα τόσο υψηλά ποσοστά απώλειας της έμφραξης στη μη ικανοποιητική παρασκευή κοιλότητας λόγω των υψηλών προσδοκιών των οδοντιάτρων στις συγκρατητικές ιδιότητες του υλικού με την τεχνική της αδροποίησης καθώς επίσης και στη δυσκολία της εφαρμογής της τεχνικής αυτής σε παιδιά. Η επόμενη χρονολογικά αναδρομική μελέτη είναι επίσης των Qvist και συν.[45] στην οποία η ίδια ομάδα οδοντιάτρων έδωσαν πληροφορίες μέσω ερωτηματολογίων για υλικά αισθητικών αποκαταστάσεων (σύνθετη ρητίνη, υαλοϊνομερή κονία και πυριτική κονία). Στην ανάλυση των αποτελεσμάτων όμως, οι συγγραφείς δε διαχωρίζουν ανάμεσα στα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν και για το λόγο αυτό δε μπορούν να βγουν σαφή συμπεράσματα σχετικά με τη συμπεριφορά των αποκαταστάσεων του κάθε υλικού.

Η μελέτη των Papathanasiou και συν.(4) εξέτασε αποκαταστάσεις αμαλγάματος, συνθέτων ρητινών και υαλοϊονομερών κονιών. Πιο ειδικά, εξετάστηκαν συνολικά 604 αποκαταστάσεις, εκ των οποίων οι 173 ήταν εμφράξεις σύνθετης ρητίνης (70 Ιης ομάδας και 99 ΙΙης ομάδας), που πραγματοποιήθηκαν τόσο από προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές όσο και από διδακτικό και νοσοκομειακό προσωπικό με χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης (Μ.Χ.Ε.) για τις εμφράξεις σύνθετης ρητίνης ήταν 32 μήνες, με Ποσοστό Επιβίωσης (Π.Ε.) 40% για 4 χρόνια. Με βάση το ποσοστό επιβίωσης, η σειρά για την επιτυχία των αποκαταστάσεων ήταν αμάλγαμα, σύνθετες ρητίνες και υαλοϊονομερείς κονίες. Σχετικά με τις σύνθετες ρητίνες, οι συγγραφείς αποδίδουν τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας σε πολλούς παράγοντες όπως ο μεγάλος αριθμός των αποκαταστάσεων ΙΙης ομάδας στο δείγμα οι οποίες παρουσιάζουν αυξημένη οριακή μικροδιείσδυση, η ελαττωμένη αντοχή στην αποκόλληση που έχουν οι συγκολλητικοί παράγοντες στα νεογιλά δόντια καθώς και, όσον αφορά τη δυσκολία απομόνωσης, ο μικρός μέσος όρος ηλικίας των παιδιών που έλαβαν μέρος στη μελέτη αυτή. Τέλος, η μελέτη των Wendt και συν.[46] είναι μια αναδρομική μελέτη που αναφέρεται κυρίως σε αποκαταστάσεις ΟΤΣΡ και υαλοϊονομερών κονιών σε νεογιλά δόντια αλλά εξετάζει και ένα μικρό αριθμό αποκαταστάσεων σύνθετης ρητίνης. Σε αυτή τη μελέτη έλαβαν μέρος 49 οδοντίατροι από 11 κλινικές Δημόσιας Οδοντιατρικής Υγείας της επαρχίας του Jönköping της Σουηδίας, οι οποίοι ανέτρεξαν στα αρχεία 546 παιδιών ηλικίας 8 ετών και κατέγραψαν πληροφορίες σχετικά με το είδος του υλικού και τους λόγους αντικατάστασης των αποκαταστάσεων που είχαν πραγματοποιηθεί έως και 5 χρόνια πριν. Συνολικά, εξετάστηκαν 3200 αποκαταστάσεις σε νεογιλούς κυνόδοντες και γομφίους (1954 όμορες), εκ των οποίων μόλις οι 87 ήταν με σύνθετη ρητίνη και βρέθηκε ότι είχαν ποσοστό αποτυχίας 12%.

 

Προοπτικές μελέτες

Στις προοπτικές μελέτες που έγιναν σε νεογιλά δόντια, οι αποκαταστάσεις εξετάζονται σε σύγκριση με κάποιο άλλο υλικό – κυρίως με αποκαταστάσεις αμαλγάματος – αλλά στις περισσότερες εξετάζονται ένα ή δύο διαφορετικά είδη σύνθετης ρητίνης. Οι νεώτερες μελέτες χρησιμοποιούν τις σύνθετες ρητίνες ως υλικό ομάδας ελέγχου με τις οποίες συγκρίνεται ένα πιο σύγχρονο υλικό (π.χ. υαλοϊονομερείς κονίες, όξινες τροποποιημένες σύνθετες ρητίνες).

Στις μελέτες που οι αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης συγκρίθηκαν με εμφράξεις αμαλγάματος, όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα, παρατηρήθηκαν διαφορές κυρίως στην παράμετρο της ανατομικότητας, όπου το αμάλγαμα εμφάνισε καλύτερες επιδόσεις, ιδιαίτερα συγκρινόμενο με τις παλαιότερου τύπου, χημικά πολυμεριζόμενες σύνθετες ρητίνες. Έτσι, στις μελέτες των Nelson και συν.(26) όπως και των Tonn και συν.(27), η ανατομικότητα των αποκαταστάσεων σύνθετης ρητίνης ήταν 75% και 24% αντίστοιχα όταν η ανατομικότητα των εμφράξεων αμαλγάματος ήταν 100% Α και 95% Α ενώ καμία από τις άλλες παραμέτρους (οριακή προσαρμογή, δευτερογενής τερηδόνα) δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντική διαφορά. Στη μελέτη των Roberts και συν.(18) που επίσης συνέκρινε μια χημικά πολυμεριζόμενη σύνθετη ρητίνη με εμφράξεις αμαλγάματος οι συγγραφείς δεν βρήκαν στατιστικά σημαντική διαφορά σε καμία παράμετρο αν και αναφέρουν σαν μειονεκτήματα του υλικού τον περισσότερο χρόνο που απαιτείται για την έμφραξη όπως και την αδυναμία συμπύκνωσης του. Στη μελέτη των Oldenburg και συν.(28), στην οποία χρησιμοποιήθηκε ένα πειραματικό σκεύασμα φωτοπολυμεριζόμενης σύνθετης ρητίνης η οριακή προσαρμογή ήταν στατιστικά σημαντικά καλύτερη απ’ ότι στις αποκαταστάσεις με αμάλγαμα αν και η παράμετρος της ανατομικότητας βρέθηκε καλύτερη στις εμφράξεις αμαλγάματος το οποίο οι συγγραφείς δεν αναφέρουν σαν πρόβλημα γιατί η φθορά του υλικού παραλληλίζει την αποτριβή που παρατηρείται στα νεογιλά δόντια. Αντίθετα, σε πιο σύγχρονες μελέτες όπου χρησιμοποιήθηκαν ακόμα νεότερα σκευάσματα σύνθετης ρητίνης(29,30), οι συγγραφείς σημειώνουν υπεροχή των αποκαταστάσεων σύνθετης ρητίνης σε στατιστικά σημαντικό βαθμό – κυρίως στην παράμετρο της οριακής προσαρμογής αλλά και της δευτερογενούς τερηδόνας.

Οι προοπτικές μελέτες που εξετάζουν αποκλειστικά αποκαταστάσεις με σύνθετη ρητίνη παρουσιάζουν διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με τον τύπο της σύνθετης ρητίνης που χρησιμοποιήθηκε. Η πρώτη μελέτη που δημοσιεύτηκε ήταν των Leifler και Varpio[47], η οποία εξέτασε μία χημικά πολυμεριζόμενη σύνθετη ρητίνη σε αποκαταστάσεις αποκλειστικά ΙΙης ομάδας για 2 χρόνια και βρήκε ότι στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης μόλις το 48% ήταν κλινικά ιδανικό, με κύριους λόγους αποτυχίας την παρασκευή συντηρητικών κοιλοτήτων, τη μη χρησιμοποίηση συγκολλητικού παράγοντα και τον δύσκολο χειρισμό του υλικού λόγω της κολλώδους σύστασής του. Τέσσερα χρόνια αργότερα δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα μετά από έξι χρόνια συνολικής παρακολούθησης[48], όπου βρέθηκε ότι το ποσοστό αποτυχίας είχε πλέον ανέλθει στο 46% αν και μόνο τέσσερεις από τις αρχικές 91 αποκαταστάσεις ήταν πλέον διαθέσιμες για επανεξέταση. Αντίθετα, στις μελέτες των Tonn και Ryge[49],[50] , στις οποίες εξετάστηκαν 91 αποκαταστάσεις Ιης και ΙΙης ομάδας μιας φωτοπολυμεριζόμενης σύνθετης ρητίνης μετά από δύο και τέσσερα χρόνια αντίστοιχα, αναφέρθηκαν υψηλά ποσοστά επιτυχίας με την ανατομικότητα να είναι 82% Α, η οριακή προσαρμογή 79% Α και δευτερογενής τερηδόνα να εμφανίζεται μόλις στο 2% των αποκαταστάσεων στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης των τεσσάρων χρόνων. Παρόμοια αποτελέσματα αναφέρθηκαν και στη μελέτη των Cooley και συν.[51], στην οποία μετά από δύο χρόνια παρακολούθησης 111 αποκαταστάσεων Ιης και ΙΙης ομάδας με την ίδια φωτοπολυμεριζόμενη σύνθετη ρητίνη όπως των προηγούμενων συγγραφέων βρέθηκαν 92% κλινικά ιδανικές αποκαταστάσεις. Από την άλλη πλευρά, οι μελέτες των Eidelman και συν.[52] και Fuks και συν.[53] στις οποίες χρησιμοποιήθηκε ένα σκεύασμα φωτοπολυμεριζόμενης σύνθετης ρητίνης, εστίασαν όχι μόνο στην κλινική παρατήρηση αλλά και στην ανάλυση των αποκαταστάσεων μετά την απόπτωση των ίδιων δοντιών μετά από ένα και δύο έτη αντίστοιχα. Έτσι, βρέθηκε ότι αν και η οριακή προσαρμογή ήταν 98,2% Α και δευτερογενής τερηδόνα παρατηρήθηκε σε ποσοστό 3,4% όταν η επισκόπηση έγινε ενδοστοματικά, μετά την απόπτωση τα ποσοστά αυτά έγιναν μόλις 26% Α και 64% Β όσον αφορά την οριακή προσαρμογή στο αυχενικό όριο των εμφράξεων και 10,5% εμφάνιση δευτερογενούς τερηδόνας για το διάστημα του ενός έτους και 33,3% για το διάστημα των δύο ετών. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τα χαμηλά ποσοστά αποδίδονται κυρίως στη συστολή πολυμερισμού του υλικού, στην αδυναμία σωστής συμπύκνωσής του καθώς επίσης και στη δυσκολία συγκόλλησης της ρητίνης στο λεπτό στρώμα της αδαμαντίνης που βρίσκεται στον αυχένα του δοντιού. Αντίθετα, η αποτελεσματικότητα των συνθέτων ρητινών για αποκαταστάσεις Ιης ομάδας έχει επιβεβαιωθεί από διάφορες μελέτες[54],[55] , ενώ στη μελέτη των Rastelli και συν.[56] που εξετάστηκε η ενιαία τοποθέτηση του υλικού σε σύγκριση με την τμηματική για κοιλότητες ΙΙης ομάδας, βρέθηκε ότι η πρώτη μέθοδος παρουσίασε καλύτερα αποτελέσματα και οι συγγραφείς σημειώνουν ότι λόγω της ευκολίας της θα πρέπει να προτιμάται στα παιδιά όπου απαιτείται μικρός χρόνος εργασίας. Οι πιο πρόσφατα δημοσιευμένες μελέτες είναι των Puppin-Rontani και συν.[57] που εξέτασε κλινικά αλλά και εργαστηριακά με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο μετά την απόπτωση τους, εμφράξεις σύνθετης ρητίνης σε νεογιλούς γομφίους και βρήκε μηδενικά ποσοστά αποτυχίας στο τέλος των 18 μηνών παρακολούθησης και η μελέτη των Andersson-Wenckert και Sunnegardh-Gronberg[58] όπου μελετήθηκε η αποτελεσματικότητα ενός σκευάσματος χαμηλού ιξώδους σύνθετης ρητίνης (Tetric Flow) σε συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας και η οποία παρουσίασε πολύ χαμηλά ποσοστά αποτυχίας, ειδικά όταν χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με τον αυτοαδροποιούμενο συγκολλητικό παράγοντα Prompt-L-Pop.

Οι μελέτες που συγκρίνουν δύο διαφορετικά σκευάσματα σύνθετης ρητίνης μεταξύ τους είναι ουσιαστικά δύο που παρουσιάζουν τα αποτελέσματα σε δύο χρονικές περιόδους. Η μελέτη των Paquette και συν.[59] συνέκρινε δύο είδη σύνθετης ρητίνης, μια χημικά πολυμεριζόμενη με μια φωτοπολυμεριζόμενη σε 240 αποκαταστάσεις Ιης και ΙΙης ομάδας με τυπική και συντηρητική παρασκευή κοιλότητας, όπου μετά από ένα χρόνο παρακολούθησης οι συγγραφείς ανέφεραν ότι το ποσοστό αποτυχίας στις συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας ήταν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερο (16,7%) απ’ ότι στις τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας (2%). Οι παράμετροι της ανατομικότητας ή της οριακής προσαρμογής δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφορές, όπως επίσης και η σύγκριση ανάμεσα στους δύο τύπους σύνθετης ρητίνης. Οι ίδια ομάδα δημοσίευσε τα αποτελέσματα και μετά από δύο χρόνια παρακολούθησης[60] όπου τα ποσοστά αποτυχίας στις συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας είχε πλέον ανέλθει στο 25%, αποτέλεσμα το οποίο έκανε τους συγγραφείς να χαρακτηρίζουν αυτό το είδος παρασκευής μη αποδεκτό. Παρόμοια αποτελέσματα βρέθηκαν και στη μελέτη των Oldenburg και συν.[61] όπου συγκρίθηκαν δύο διαφορετικά είδη φωτοπολυμεριζόμενων συνθέτων ρητινών σε 357 αποκαταστάσεις Ιης, ΙΙης και Vης ομάδας, σε τυπικές και συντηρητικές κοιλότητες με λοξοτόμηση των ορίων και τα ποσοστά αποτυχίας μετά από 2 χρόνια παρακολούθησης ήταν 2,5% για τις τυπικές παρασκευές και 11,7% για τις συντηρητικές ενώ ειδικά για τις συντηρητικές αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας το ποσοστό αποτυχίας ήταν 21,4%, γεγονός που κάνει τις παρασκευές αυτού του τύπου μη αποδεκτές. Και σε αυτή τη μελέτη, οι παράμετροι της ανατομικότητας ή της οριακής προσαρμογής δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφορές, όπως επίσης και η σύγκριση ανάμεσα στους δύο τύπους σύνθετης ρητίνης. Οι ίδιοι συγγραφείς μετά από τέσσερα χρόνια παρακολούθησης[62] βρήκαν ότι τα ποσοστά αποτυχίας ήταν πλέον 6,7% για τις τυπικές κοιλότητες και 17,8% για τις συντηρητικές ενώ ειδικά για τις συντηρητικές αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας το ποσοστό αποτυχίας είχε φτάσει το 34%, το οποίο συνηγορεί για άλλη μια φορά στη μη χρησιμοποίηση αυτού του είδους της παρασκευής για αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους.

Σε σχέση με τα πιο σύγχρονα υλικά, οι σύνθετες ρητίνες αποτελούν την ομάδα ελέγχου με την οποία συγκρίνονται αυτά για να βγουν συμπεράσματα σχετικά με τη συμπεριφορά τους. Στη βιβλιογραφία δεν αναφέρεται καμία μελέτη που να συγκρίνει τις σύνθετες ρητίνες με αποκαταστάσεις συμβατικών υαλοϊονομερών κονιών, αλλά υπάρχει μία που χρησιμοποιεί την υποκατηγορία τους, τις ρητινώδεις τροποποιημένες υαλοϊονομερείς κονίες (Ρ.Τ.Υ.Κ.) και τρεις που τις συγκρίνουν με τις όξινες τροποποιημένες σύνθετες ρητίνες (Ο.Τ.Σ.Ρ.). Πιο ειδικά, στη μελέτη των Fuks και συν.(39), 38 αποκαταστάσεις Ρ.Τ.Υ.Κ. και 38 αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης συγκρίθηκαν με 24 εμφράξεις αμαλγάματος, σε κοιλότητες ΙΙης ομάδας για δύο χρόνια και τα ποσοστά δευτερογενούς τερηδόνας ήταν 6,4% για τις Ρ.Τ.Υ.Κ. και 18,7% για τις σύνθετες ρητίνες, τα οποία οι συγγραφείς κρίνουν ως ικανοποιητικά για το συγκεκριμένο διάστημα παρακολούθησης. Η μελέτη των Hse και Wei[63] ήταν η πρώτη που συνέκρινε 38 αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και 21 ΙΙης ομάδας σύνθετης ρητίνης με τον ίδιο αριθμό αποκαταστάσεων Ο.Τ.Σ.Ρ. (Dyract) για ένα μόλις χρόνο και βρέθηκε ότι παρουσίασαν παρόμοιες κλινικές επιδόσεις σε σχέση με τις αποκαταστάσεις με σύνθετη ρητίνη. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν στη μελέτη τους και οι Attin και συν.[64], οι οποίοι εξέτασαν 96 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σύνθετης ρητίνης με αντίστοιχο αριθμό αποκαταστάσεων Ο.Τ.Σ.Ρ. (Compoglass) για 3 χρόνια και βρήκαν ότι το ποσοστό επιβίωσης για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ήταν 85,5% για τις σύνθετες ρητίνες και 79,5% για τις Ο.Τ.Σ.Ρ., γεγονός που καθιστά και τα δύο υλικά κατάλληλα για αποκαταστάσεις σε νεογιλούς γομφίους. Στη μελέτη των Pascon και συν.[65] στην οποία συγκρίθηκαν δύο σκευάσματα Ο.Τ.Σ.Ρ. (F2000 και Dyract) με αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης (Heliomolar RΟ) σε κοιλότητες Ιης και ΙΙης ομάδας, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι αν και μετά από δύο χρόνια παρακολούθησης η σύνθετη ρητίνη που χρησιμοποιήθηκε σε αυτή τη μελέτη παρουσίασε χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας σε σχέση με τα άλλα δύο υπό εξέταση υλικά, οι διαφορές τους στο τέλος της περιόδου παρακολούθησης δεν ήταν στατιστικά σημαντικές, αλλά παρ’ όλ’ αυτά προτείνουν τα υλικά Ο.Τ.Σ.Ρ. που εξετάστηκαν να προτιμούνται για την αποκατάσταση νεογιλών γομφίων σε σχέση με το συγκεκριμένο σκεύασμα σύνθετης ρητίνης. Τέλος, στη μελέτη των dos Santos και συν.[66], στην οποία συγκρίθηκαν 44 εμφράξεις σύνθετης ρητίνης (TPH Spectrum) με 46 εμφράξεις Ρ.Τ.Υ.Κ. (Vitremer) και 51 εμφράξεις Ο.Τ.Σ.Ρ. (Freedom) Ιης και ΙΙης ομάδας για 4 χρόνια, βρέθηκε ότι το ποσοστό επιβίωσης ήταν 79,6%, 73,9% και 83,4% αντίστοιχα ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν 35,5%, 38,7% και 25,8% αντίστοιχα, αποτελέσματα τα οποία δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές και για το λόγο αυτό οι συγγραφείς προτείνουν την χρησιμοποίηση όλων των παραπάνω υλικών για το συγκεκριμένο διάστημα. Πάντως, η ίδια μελέτη έδειξε ότι οι αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης σε στατιστικά σημαντικό βαθμό για όλα τα υλικά σε σχέση με τις αποκαταστάσεις Ιης ομάδας.

 

ΥΑΛΟΙΟΝΟΜΕΡΕΙΣ ΚΟΝΙΕΣ

Η χρήση των υαλοϊονομερών κονιών ως υλικού αποκατάστασης στη νεογιλή οδοντοφυΐα έχει προταθεί από το 1977, κυρίως λόγω της ικανότητάς τους να απελευθερώνουν φθόριο και να συγκολλούνται χημικά με τους οδοντικούς ιστούς. Το κυριότερο μειονέκτημά τους είναι ότι παρουσιάζουν ευθραυστότητα και μεγάλη ευαισθησία στην υγρασία. Για το λόγο αυτό, τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν κυκλοφορήσει υλικά που ανήκουν στην οικογένεια των υαλοϊονομερών κονιών αλλά παρουσιάζουν βελτιωμένες ιδιότητες, τα οποία θεωρούνται από ορισμένους ερευνητές ως καταλληλότερα για την αποκατάσταση της νεογιλής οδοντοφυΐας.

Σε γενικές γραμμές, οι υαλοϊονομερείς κονίες ταξινομούνται σήμερα σε τρεις κύριες κατηγορίες: Στις συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες (συμπεριλαμβανομένων και των νεωτέρων υψηλού ιξώδους), στις κεραμομεταλλικές υαλοϊονομερείς κονίες και τις ρητινώδεις τροποποιημένες υαλοϊονομερείς κονίες. Όλες οι μελέτες που εξετάζουν αποκαταστάσεις με υαλοϊονομερείς κονίες παρατίθενται στον Πίνακα 4.

 

Πίνακας 4: Αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας σε νεογιλά δόντια.

Συγγραφείς

Υλικό

Διάρκεια

Είδος κοιλότητας και αρ. εμφράξεων

Αποτελέσματα

ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΥΑΛΟΙΟΝΟΜΕΡΕΙΣ ΚΟΝΙΕΣ

Papathanasiou και συν, 1994

Αναδρομική

50 Ιης και ΙΙης ομάδας

Μ.Χ.Ε. 12 μήνες και

Π.Ε. 5% για 4 χρόνια

Wendt και συν, 1998

Αναδρομική

748, Iης, ΙΙης και Vης ομάδας

Π.Α.: 36%

Vlietstra και συν, 1978

ASPA

1 έτος

224 Iης, ΙΙης και Vης ομάδας

ΑΝ.: 87,4% «καλή»

Ο.Π.: 62,3% «καλή»

Walls και συν, 1988

Ketac-Fil

2 έτη

6 Ιης και 59 ΙΙης ομ. (συντηρητικές)

Ο.Π.: 38% A

Knibbs και Plant, 1990

Chemfil II

6 μήνες

118 κυρίως Ιης και ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 90% ικανοποιητική

Ο.Π.: 85% ικανοποιητική

Π.Α.: 6,9%

Welbury και συν, 1991

Ketac-Fil

5 έτη

8 Ιης και 111 ΙΙης ομ. (συντηρητικές)

Μ.Χ.Ε.: 33,4 μήνες

Δ.Τ.: 5,9%

Π.Α.: 32,8%

Östlund και συν, 1992

Chem-Fil ΙΙ

3 έτη

25 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 100% A

Ο.Π.: 60% A

Π.Α.: 60%

Andersson-Wenckert και συν, 1995

Chem-Fil ΙΙ

3 έτη

28 ζεύγη ΙΙης ομάδας (τυπικές και συντηρητικές)

Π.Α. τυπ.: 32%

Π.Α. συντ.: 25%

Qvist και συν, 1997

Ketac-Fil

3 έτη

87 Ιης, 384 ΙΙης και 44 ΙΙΙης & Vης ομάδας

Μ.Χ.Ε.: 15 μήνες στο 75% των αποκαταστάσεων

Δ.Τ.: 0%

Π.Α.: 37%

Welbury και συν, 2000

Chem-Fil Superior

3 έτη

31 συντηρητικές Ιης ομ. και 25 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 18% A

Ο.Π.: 54% A

Δ.Τ.: 10,6%

Π.Α.: 21,4%

Μ.Χ.Ε.: 37 μήνες

Qvist και συν, 2004(α)

Ketac-Fil

8 έτη

87 Ιης, 384 ΙΙης και 44 ΙΙΙης & Vης ομάδας

Μ.Χ.Ε.: 42 μήνες στο 50% των αποκαταστάσεων

Π.Α.: 42%

ΚΕΡΑΜΟΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΟΝΙΕΣ

Stratmann και συν, 1989

Ketac Silver

6-12 μήνες

40 τυπικές ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 90% A

Ο.Π.: 78% A

Π.Α.: 7%

Forsten και Karjalainen, 1990

Ketac-Silver και Ketac-Fil

5-14 μήνες

207 συντηρητικές και τυπικές ΙΙης ομάδας

Π.Α. (Ketac-Fil): 16%

Π.Α. (Ketac-Silver): 23%

Π.Α. (συντηρ.): 21%

Π.Α. (τυπικές): 19%

Hickel και Voss, 1990

Ketac Silver

3,5 έτη

49 Ιης ομάδας και 76 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 47,2% A

Ο.Π.: 54,4% A

Π.Α.: 24,5% (Ιης ομάδας)

40,8% (ΙΙης ομάδας)

Hung και Richardson, 1990

Ketac Silver

1 έτος

40 τυπικές ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 35% A

Ο.Π.: 35% A

Δ.Τ.: 2,5%

Π.Α.: 40%

Hasselrot, 1993

Ketac Silver

3,5 έτη

36 ΙΙης ομ. τύπου tunnel

Π.Α.: 90,5%

Kilpatrick και συν, 1995

Ketac Silver και Ketac-Fil

2.5 έτη

46 ζεύγη συντηρ. αποκαταστάσεων ΙΙης ομάδας

ΑΝ.:15% A (KS), 55% A (KF)

Ο.Π.: 54%A (KS), 33%A (KF)

Δ.Τ.: 9% (KS), 4% (KF)

Π.Α.: 41% (KS), 23% (KF)

ΜΧΕ: 20,3 μήνες (KS),

25,3 μήνες (KF)

Chu και συν, 1996

Ketac Silver, Chelon Silver

2 έτη

K.S.:10 Ιης και 10 ΙΙης ομ. (τυπικές και από τα 2 είδη κεραμ. κονίας)

ΑΝ.:1/6 Α (KS), 5/7 A (CS)

Ο.Π.:1/6 Α (KS), 5/7A (CS)

Π.Α.: 3/10 (CS)

Holst, 1996

Ketac Silver

3 έτη

172 συντ. ΙΙης ομ.

Π.Α.: 54%

Krämer και Frankenberger, 2001

Hi-Dense

2 έτη

19 Ιης και 35 ΙΙης ομ. (τυπικές)

ΑΝ.: 100% (Α και Β)

Ο.Π.: 80% (Α και Β)

Π.Ε.: 92% (Ιης), 66% (ΙΙης)

ΡΗΤΙΝΩΔΕΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΥΑΛΟΙΟΝΟΜΕΡΕΙΣ ΚΟΝΙΕΣ

Croll και συν, 2001

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ

Vitremer

3 έτη

393 Ιης ομάδας και 406 ΙΙης ομάδας

ΑΝ. και Ο.Π.: 89,8% Α (Ιης)

ΑΝ. και Ο.Π.: 86% Α (ΙΙης)

Δ.Τ.: 0

Qvist και συν, 1995

Photac-Fil και Ketac-Fil

10-14 μήνες

544 P-F & 452 K-F (κυρίως ΙΙης ομ.)

Π.Α.: (Ρ-F): 8%

Π.Α.: (K-F): 14%

Folkesson και συν, 1999

Vitremer

3 έτη

174 συντηρητικές ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 31% Α

Ο.Π.: 18% Α

Δ.Τ.: 8,4%

Π.Α.: 19,8%

Donly και συν, 1999

Vitremer

3 έτη

40 τυπικές ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 80% A

Ο.Π.: 75% A

Δ.Τ.: 23,08%

Espelid και συν, 1999

Vitremer και Ketac Silver

3 έτη

49 συντηρητικές ΙΙης ομάδας (από το κάθε υλικό)

Vitr.: Ο.Π: 100% (Α και Β)

Π.Α.: 2%

Μ.Χ.Ε.: 42 μήνες

K. S.: Ο.Π: 40% (Α και Β)

Π.Α.: 26.5%

Μ.Χ.Ε.: 37 μήνες

Fuks και συν, 2000

Vitremer

2 έτη

40 τυπικές ΙΙης ομάδας

Δ.Τ.: 6,4%

Hubel και Mejare, 2003

Vitremer και Fuji II

3 έτη

53 (Vitr.) και 62 (F.II) συντηρητικές ΙΙης ομάδας

Π.Α.: Vitr 6%

Π.Α.: F.II 19%

Qvist και συν, 2004

Photac-Fil και Ketac-Fil

8 έτη

544 P-F & 452 K-F (κυρίως ΙΙης ομ.)

Π.Α.: (Ρ-F): 37%

(K-F): 44%

Μ.Χ.Ε.: (Ρ-F): 55 μήνες

(K-F): 48 μήνες

Roberts και συν, 2005

Photac-Fil

7 έτη

610 Ιης και 1088 ΙΙης ομ. (συντηρητικές)

Π.Α.: 1,7% (Ιης)

2,7% (ΙΙης)

dos Santos και συν, 2010

Vitremer

4 έτη

33 Ιης και 13 ΙΙης ομάδας (συντ. με λοξοτόμηση)

Π.Α.: 38,7%

Π.Ε.: 73,9%

ΥΨΗΛΟΥ ΙΞΩΔΟΥΣ ΥΑΛΟΙΟΝΟΜΕΡΕΙΣ ΚΟΝΙΕΣ

Marks και συν, 2000

Ketac Molar

1 έτος

53 συντηρητικές ΙΙης ομάδας

Π.Α.: 5%

Δ.Τ.: 2,7%

Rutar και συν, 2000

Fuji IX GP

2 έτη

56 Ιης, 73 συντ. ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 100% A

Ο.Π.: 99% A

Π.Α.: 6,6%

Yu και συν, 2004

Fuji IX GP Ketac Molar Applicap

2 έτη

45 Ιης και 18 ΙΙης ομ. (συντηρητικές) και 37 Ιης & 35 ΙΙης (ART)

Οι κοιλότητες ΙΙης ομάδας με την τεχνική ART παρουσίασαν υψηλότερα ποσοστά αποτυχίας.

Yilmaz και συν, 2006

Fuji IX GP

1 έτος

32 Ιης και 32 τυπικές ΙΙης ομάδας

Π.Α.: 2,84% (Ιης)

9,1% (ΙΙης)

Daou και συν, 2009

Fuji IX GP

Fuji II LC

2 έτη

F.IX: 21 Ιης και 14 ΙΙης ομ. (συντ.)

F.II LC: 16 Ιης και 21 ΙΙης ομ. (συντ.)

F.II LC: καλύτερα αποτελέσματα (γενικά)

Υψηλότερα Π.Α. στις ΙΙης ομάδας (σε σχέση με Ιης)

O.Π.: Οριακή προσαρμογή, ΑΝ.: Ανατομικότητα, Δ.Τ.: Δευτερογενή τερηδόνα Π.Α.: Ποσοστό αποτυχίας, Μ.Χ.Ε.: Μέσος Χρόνος Επιβίωσης, Π.Ε.: Ποσοστό επιβίωσης

Συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες

Στις μελέτες που εξετάζονται αποκαταστάσεις με συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες από μόνες τους ή συγκριτικά με αποκαταστάσεις αμαλγάματος είναι κατά κύριο λόγο προοπτικές. Όσες μελέτες χρησιμοποιούν τις υαλοïονομερείς κονίες ως υλικό ελέγχου συγκριτικά με αποκαταστάσεις κεραμομεταλλικής κονίας και ρητινώδους τροποποιημένης υαλοïονομερούς κονίας θα αναφερθούν στις αντίστοιχες ενότητες.

Η πρώτη αναδρομική μελέτη που αναφέρεται σε αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας σε νεογιλά δόντια είναι των Qvist και συν.(45). Σε αυτήν, έλαβαν μέρος 261 γενικοί οδοντίατροι που θα ξεκινούσαν μεταπτυχιακά προγράμματα στην Τερηδονολογία, οι οποίοι έδωσαν πληροφορίες μέσω ερωτηματολογίων για τα υλικά αισθητικών αποκαταστάσεων (σύνθετη ρητίνη, υαλοϊονομερή κονία και πυριτική κονία). Στην ανάλυση των αποτελεσμάτων όμως, οι συγγραφείς δε διαχωρίζουν ανάμεσα στα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν και για το λόγο αυτό δε μπορούν να βγουν σαφή συμπεράσματα σχετικά με τη συμπεριφορά των αποκαταστάσεων με σύνθετη ρητίνη ή με συμβατική υαλοϊονομερή κονία.

Στη μελέτη των Papathanasiou και συν.(4) εκτός από αποκαταστάσεις υαλοϊονομερών κονιών εξετάστηκαν και άλλα υλικά αποκαταστάσεων όπως σύνθετες ρητίνες, ανοξείδωτες στεφάνες και εμφράξεις αμαλγάματος. Πιο ειδικά, εξετάστηκαν συνολικά 604 αποκαταστάσεις, εκ των οποίων οι 198 ήταν εμφράξεις αμαλγάματος Ιης και ΙΙης ομάδας, οι 173 ήταν εμφράξεις σύνθετης ρητίνης (70 Ιης ομάδας και 99 ΙΙης ομάδας), και οι 50 ήταν εμφράξεις υαλοϊονομερούς κονίας Ιης και ΙΙης ομάδας που πραγματοποιήθηκαν τόσο από προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές όσο και από διδακτικό και νοσοκομειακό προσωπικό με χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης για τις εμφράξεις υαλοϊονομερούς κονίας ήταν μόλις 12 μήνες, με Ποσοστό Επιβίωσης 5% για 4 χρόνια. Με βάση το ποσοστό επιβίωσης, η σειρά για την επιτυχία των αποκαταστάσεων ήταν: ανοξείδωτες στεφάνες, αμάλγαμα, σύνθετες ρητίνες και υαλοϊονομερείς κονίες. Οι συγγραφείς αποδίδουν τα τόσο υψηλά ποσοστά αποτυχίας των αποκαταστάσεων με υαλοϊονομερή κονία κυρίως στην κακή αναλογία σκόνης/υγρού που χρησιμοποιούταν στην παιδοδοντιατριακή κλινική την εποχή που διεξαγόταν η έρευνα αυτή και η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την ελαττωμένη αντοχή του υλικού στις τάσεις συμπίεσης.

Η μελέτη των Wendt και συν.(46) είναι μια αναδρομική μελέτη που αναφέρεται σε αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας και Όξινων Τροποποιημένων Συνθέτων Ρητινών (Ο.Τ.Σ.Ρ.) σε νεογιλά δόντια. Σε αυτή τη μελέτη έλαβαν μέρος 49 οδοντίατροι από 11 κλινικές Δημόσιας Οδοντιατρικής Υγείας της επαρχίας του Jönköping της Σουηδίας, οι οποίοι ανέτρεξαν στα αρχεία 546 παιδιών ηλικίας 8 ετών και κατέγραψαν πληροφορίες σχετικά με το είδος του υλικού και τους λόγους αντικατάστασης αποκαταστάσεων που είχαν πραγματοποιηθεί έως και 5 χρόνια πριν. Συνολικά, εξετάστηκαν 3200 αποκαταστάσεις σε νεογιλούς κυνόδοντες και γομφίους (1954 όμορες), εκ των οποίων οι 1040 (32%) είχαν γίνει με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη και οι 748 (26%) με υαλοϊονομερείς κονίες. Το ποσοστό αποτυχίας για τις αποκαταστάσεις με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη ήταν 9% ενώ για τις αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας ήταν 36%. Οι συγγραφείς καταλήγουν λέγοντας ότι οι υαλοϊονομερείς κονίες δεν θα πρέπει να αποτελούν υλικό επιλογής για αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους ενώ τα αποτελέσματα των όξινων τροποποιημένων συνθέτων ρητινών είναι ελπιδοφόρα.

Η πρώτη προοπτική κλινική μελέτη στην οποία εξετάστηκαν αποκαταστάσεις με υαλοϊονομερή κονία σε νεογιλά δόντια είναι αυτή των Vlietstra και συν.[67]. Στη μελέτη αυτή, χρησιμοποιήθηκε το πρώτο σκεύασμα υαλοϊονομερούς κονίας που κυκλοφόρησε εμπορικά (ASPA), το οποίο δόθηκε σε 35 γενικούς οδοντιάτρους που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τη χρησιμοποίησή του σε παιδιά. Συνολικά, πραγματοποιήθηκαν 224 αποκαταστάσεις εκ των οποίων οι 62 ήταν Ιης ομάδας, οι 122 ΙΙης ομάδας και οι υπόλοιπες Vης ομάδας ή συνδυασμός των προηγουμένων. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παρασκευές κοιλοτήτων ΙΙης ομάδας ήταν ελαφρά τροποποιημένες, χωρίς επέκταση στη μασητική επιφάνεια του δοντιού ενώ ορισμένες από αυτές έφεραν και αύλακες συγκράτησης. Όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν χωρίς χρήση απομονωτήρα ενώ τοπική αναισθησία χορηγήθηκε σε λίγες περιπτώσεις. Μετά από περίπου ένα χρόνο, οι οδοντίατροι επανεξέτασαν τις αποκαταστάσεις μέσω ερωτηματολογίων και βρήκαν ότι το 75% αυτών ήταν άθικτες. Αν και δεν χρησιμοποίησαν κάποια ειδικά κριτήρια, βρήκαν ότι η ανατομικότητα ήταν «καλή» στο 87,4% των αποκαταστάσεων και η οριακή προσαρμογή ήταν επίσης «καλή» στο 62,3% των αποκαταστάσεων. Τέλος, η ύπαρξη των υποσκαφών δεν επηρέασε ούτε θετικά ούτε αρνητικά την επιτυχία των αποκαταστάσεων.

Η μελέτη των Fuks και συν.[68], ήταν μια συγκριτική μελέτη αποκαταστάσεων ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους με αμάλγαμα και με συμβατική υαλοϊονομερή κονία η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε από τους συγγραφείς, λόγω του πολύ μεγάλου ποσοστού αποτυχίας που παρουσίασαν οι αποκαταστάσεις με την υαλοϊονομερή κονία στους πρώτους έξι μήνες από την τοποθέτησή τους και του μικρού αριθμού επανεξετασθέντων εμφράξεων (μόλις 9 από τις αρχικές 101 εμφράξεις στην επανεξέταση των 12 μηνών).

Η πρώτη καλά σχεδιασμένη προοπτική μελέτη που διερεύνησε την επιτυχία των αποκαταστάσεων με υαλοϊονομερή κονία συγκριτικά με αυτές του αμαλγάματος σε νεογιλούς γομφίους ήταν αυτή των Walls και συν.(31). Στη μελέτη αυτή, πραγματοποιήθηκαν 6 αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και 59 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας με συμβατική υαλοϊονομερή κονία σε μορφή κάψουλας και 8 αποκαταστάσεις αμαλγάματος Ιης ομάδας και 43 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας χρησιμοποιώντας ένα κράμα χαμηλής περιεκτικότητας σε χαλκό (Amalcap) σε 43 παιδιά ηλικίας 5-11 ετών, ανεξαρτήτως από το αν η κοιλότητα είχε προέλθει από προηγούμενη αποτυχημένη έμφραξη ή από πρωτογενή τερηδονική βλάβη. Όλες οι αποκαταστάσεις αμαλγάματος τοποθετήθηκαν σε τυπικές κοιλότητες Ιης και ΙΙης ομάδας ενώ ειδικά για τις εμφράξεις ΙΙης ομάδας με υαλοϊονομερή κονία ακολουθήθηκε η τεχνική της συντηρητικής παρασκευής, δηλαδή αφαίρεση μόνο της τερηδόνας ή της προηγούμενης έμφραξης χωρίς επέκταση για πρόληψη. Όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από τον ίδιο επεμβαίνοντα, χωρίς τη χρήση απομονωτήρα και με χορήγηση τοπικής αναισθησίας σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις. Σε ορισμένες βαθιές κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για ένα διάστημα 24 μηνών (ανά 4 μήνες) χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, χωρίς να διευκρινίζεται ο αριθμός των εξεταστών. Στα αποτελέσματα αναφέρεται ότι η οριακή προσαρμογή διατηρήθηκε κλινικά ιδανική στο 38% των αποκαταστάσεων με υαλοϊονομερή κονία έναντι 17% των αποκαταστάσεων με αμάλγαμα, γεγονός που πιθανά δικαιολογείται από το ότι ο τύπος αμαλγάματος που χρησιμοποιήθηκε στη συγκεκριμένη μελέτη ήταν χαμηλής περιεκτικότητας σε χαλκό. Όσον αφορά την ανατομικότητα, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι αν και στις πρώτες επανεξετάσεις οι αποκαταστάσεις με αμάλγαμα υπερείχαν σε σχέση με τις αποκαταστάσεις με υαλοϊονομερή κονία, προς το τέλος του διαστήματος παρακολούθησης τα δύο υλικά παρουσίασαν παρόμοια ποσοστά, γεγονός που αποδίδεται στην παράλληλη αποτριβή των νεογιλών δοντιών και της υαλοϊονομερούς κονίας σε αντίθεση με το αμάλγαμα που είναι πιο ανθεκτικό και παρουσιάζει μεγάλη αντίσταση στην αποτριβή. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι για αποκαταστάσεις διάρκειας 2 ετών, οι υαλοϊονομερείς κονίες δεν είναι χειρότερες από το αμάλγαμα.

Η μελέτη των Knibbs και Plant[69], ακολούθησε παρόμοια μεθοδολογία με αυτή των Vlietstra και συν.(67). Ειδικότερα, σε 21 γενικούς οδοντιάτρους που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τη χρησιμοποίηση νέων υλικών για αποκαταστάσεις σε παιδιά δόθηκε το σκεύασμα Chemfil II, μαζί με ειδικά διαμορφωμένα ερωτηματολόγια για τη διευκόλυνση της μελέτης της συμπεριφοράς του υλικού και της επανεξέτασης των αποκαταστάσεων. Συνολικά, έγιναν 118 αποκαταστάσεις (κυρίως ΙΙης και Ιης ομάδας) σε 79 παιδιά ηλικίας κατά μέσο όρο 7,4 ετών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στην πλειοψηφία τους χωρίς τοπική αναισθησία ή απομονωτήρα ενώ σε πολλές περιπτώσεις αποκαταστάσεων ΙΙης ομάδας δε χρησιμοποιήθηκε ούτε τεχνητό έλασμα. Αν και το διάστημα παρακολούθησης είναι εξαιρετικά μικρό, μόλις 6 μήνες, και δε χρησιμοποιήθηκαν ειδικά κριτήρια αξιολόγησης οι οδοντίατροι που έλαβαν μέρος στην έρευνα αυτή ανέφεραν ότι η ανατομικότητα ήταν ικανοποιητική στο 90% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή επίσης ικανοποιητική στο 85% των αποκαταστάσεων ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν 6,9%. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τις αρχικές 118 αποκαταστάσεις επανεξετάστηκαν μόνον οι 69. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αν και σχεδόν το 90% των αποκαταστάσεων είχαν καλή απόδοση για το διάστημα παρακολούθησης των 6 μηνών, χρειάζονται μακροχρόνιες μελέτες για να αξιολογηθούν οι αποκαταστάσεις με υαλοϊονομερή κονία σε νεογιλά δόντια.

Η μελέτη των Welbury και συν.(32) βασίστηκε στο υλικό της μελέτης των Walls και συν.(31), επεκτείνοντας το δείγμα των ασθενών και το χρόνο παρακολούθησης. Έτσι, στη μελέτη αυτή συγκρίθηκαν 119 εμφράξεις υαλοϊονομερούς κονίας (111 συντηρητικές παρασκευές ΙΙης ομάδας και 8 Ιης ομάδας) με 119 εμφράξεις αμαλγάματος (111 τυπικές παρασκευές ΙΙης ομάδας και 8 Ιης ομάδας) που πραγματοποιήθηκαν σε 76 παιδιά ηλικίας 5-11 ετών, οι οποίες παρακολουθήθηκαν για ένα διάστημα 5 ετών. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε ήταν η ίδια. Τα αποτελέσματα για τις αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας έδειξαν ότι ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης (Μ.Χ.Ε.) ήταν 33,4 μήνες ενώ το ποσοστό αποτυχίας έφτασε στο 32,8%, εκ των οποίων το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν 5,9%. Συγκριτικά με τις αποκαταστάσεις αμαλγάματος, οι αποκαταστάσεις με υαλοϊονομερή κονία εμφάνισαν μικρότερο Μ.Χ.Ε., υψηλότερα ποσοστά αποτυχίας και προοδευτικά κατώτερες επιδόσεις όσον αφορά την ανατομικότητα και την οριακή προσαρμογή για το διάστημα παρακολούθησης των 5 ετών. Οι συγγραφείς πάντως καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα ποσοστά αυτά είναι αποδεκτά, εφ’ όσον η εφαρμογή των αποκαταστάσεων έγινε σε συντηρητικές κοιλότητες με μικρή παρασκευή του δοντιού και τις περισσότερες φορές χωρίς αναισθησία.

Στη μελέτη των Östlund και συν.(30), συγκρίθηκαν δύο εμφρακτικά υλικά (συμβατική υαλοϊονομερής κονία και σύνθετη ρητίνη) με εμφράξεις αμαλγάματος υψηλής περιεκτικότητας σε χαλκό. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δείγμα που εξετάστηκε ήταν πολύ μικρό (μόλις 25 αποκαταστάσεις από το κάθε υλικό) και ότι όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν σε δεύτερους νεογιλούς γομφίους μόνο. Όλες οι κοιλότητες ήταν τυπικές ΙΙης ομάδας και έγιναν από δύο οδοντιάτρους έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας, ενώ ειδικά οι αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας και σύνθετης ρητίνης έγιναν και με χρήση απομονωτήρα. Τα σκευάσματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το ΑΝΑ2000 (αμάλγαμα), Οcclusin (σύνθετη ρητίνη) και το Chemfil II (υαλοϊονομερής κονία) ενώ σε όλες τις κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις αξιολογήθηκαν για χρονικό διάστημα 3 χρόνων ανά έτος από τους 2 οδοντιάτρους, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στις αποκαταστάσεις με υαλοϊονομερή κονία η ανατομικότητα είχε διατηρηθεί κλινικά ιδανική (Α) στο 100% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 60% των αποκαταστάσεων, ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν 60%. Οι συγγραφείς αποδίδουν το υψηλό ποσοστό αποτυχίας των αποκαταστάσεων με υαλοϊονομερή κονία στο είδος της παρασκευής της κοιλότητας που χρησιμοποιήθηκε στη συγκεκριμένη μελέτη και εκφράζουν την άποψη ότι πιθανότατα η χρησιμοποίηση μιας πιο συντηρητικής παρασκευής να είχε αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα. Επιπλέον, οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η σύνθετη ρητίνη αποτελεί υλικό επιλογής σχεδόν ισάξιο του αμαλγάματος για αποκαταστάσεις σε δεύτερους νεογιλούς γομφίους.

Η μελέτη των Andersson-Wenckert και συν.[70], έδωσε μια απάντηση στα ερωτήματα της προηγούμενης μελέτης, αφού εξέτασε την επίδραση του σχήματος της κοιλότητας στην αντοχή των αποκαταστάσεων με υαλοϊονομερή κονία. Ειδικότερα, σε 25 παιδιά ηλικίας 6 έως 10 ετών πραγματοποιήθηκαν 28 ζεύγη αποκαταστάσεων με το σκεύασμα Chemfil II, εκ των οποίων οι μισές κοιλότητες ήταν τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας ενώ οι άλλες μισές ήταν συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας. Όλες οι εμφράξεις πραγματοποιήθηκαν από 2 οδοντιάτρους χωρίς της χρήση απομονωτήρα. Σε ορισμένες βαθιές κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν ανά 6 μήνες και για χρονικό διάστημα 36 μηνών χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, χωρίς να διευκρινίζεται ο αριθμός των εξεταστών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το ποσοστό αποτυχίας των αποκαταστάσεων σε συντηρητικές κοιλότητες ήταν 25% ενώ σε τυπικές κοιλότητες 32%. Αξίζει να σημειωθεί ότι αναφέρεται και μια δεύτερη ανάλυση των αποτελεσμάτων όπου εξαιρούνται τα δόντια που είχαν αποπέσει κατά το διάστημα παρακολούθησης, σύμφωνα με την οποία τα ποσοστά γίνονται 39% και 38% αντίστοιχα. Έτσι, οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η μασητική επέκταση της κοιλότητας δεν επηρεάζει την αντοχή των αποκαταστάσεων ΙΙης ομάδας με υαλοϊονομερή κονία σε νεογιλούς γομφίους και για το λόγο αυτό είναι καλύτερο να προτιμάται η συντηρητική παρασκευή που είναι πιο απλή και μειώνει τον κίνδυνο για εμπλοκή του πολφού ή για κάταγμα των φυμάτων.

Στη μελέτη των Qvist και συν.(33), έλαβαν μέρος συνολικά 14 οδοντίατροι που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Δανίας οι οποίοι τοποθέτησαν σε 666 παιδιά ηλικίας 3-13 ετών συνολικά 515 εμφράξεις υαλοϊονομερούς κονίας (44 ΙΙΙης και Vης ομάδας, 87 Ιης ομάδας και 384 ΙΙης ομάδας) τις οποίες συνέκριναν με 543 εμφράξεις αμαλγάματος υψηλής περιεκτικότητας σε χαλκό (14 Vης ομάδας, 73 Ιης ομάδας και 456 ΙΙης ομάδας). Ειδικά για τις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας όλες οι κοιλότητες που παρασκευάστηκαν ήταν τυπικές. Τα σκευάσματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το Ketac Fil σε μορφή κάψουλας και το Dispersalloy. Οι εμφράξεις έγιναν χωρίς τη χρήση απομονωτήρα και η επανεξέταση των ασθενών έγινε σε διάστημα 8 έως 12 μηνών, για 3 χρόνια. Το ποσοστό αποτυχίας των εμφράξεων με υαλοϊονομερή κονία ήταν 37% (για κοιλότητες Ιης, ΙΙης και Vης ομάδας), ενώ το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν μηδενικό. Επιπλέον, το 75% των αποκαταστάσεων με υαλοϊονομερείς κονίες είχε Μέσο Χρόνο Επιβίωσης (Μ.Χ.Ε.) 15 μήνες σε αντίθεση με το 75% των αποκαταστάσεων αμαλγάματος που ξεπέρασε το Μ.Χ.Ε. των 36 μηνών, αποτέλεσμα το οποίο δε δικαιολογεί, σύμφωνα με τους συγγραφείς, την αντικατάσταση του αμαλγάματος από τις συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες, ως εναλλακτικό υλικό επιλογής για την αποκατάσταση νεογιλών γομφίων.

Στη μελέτη των Welbury και συν.[71], εξετάστηκαν 31 αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και 25 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας με ΟΤΣΡ που έγιναν σε 29 παιδιά ηλικίας 4-9 ετών. Οι αποκαταστάσεις αυτές συγκρίθηκαν με τον ίδιο αριθμό και είδος αποκαταστάσεων με συμβατική υαλοϊονομερή κονία (Chem Fil Superior) που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Όλες οι εμφράξεις πραγματοποιήθηκαν σε συντηρητικές κοιλότητες από 2 επεμβαίνοντες, έπειτα από χορήγηση τοπικής (21 εμφράξεις) ή γενικής (35 εμφράξεις) αναισθησίας, χωρίς τη χρήση απομονωτήρα. Ειδικά για τις παρασκευές ΙΙης ομάδας έγινε λοξοτόμηση των ορίων της κοιλότητας. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα 3 ετών ανά 6 μήνες από ένα άτομο χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης επανεξετάστηκαν μόλις 15 αποκαταστάσεις από το κάθε υλικό, εκ των οποίων οι 11 ήταν Ιης ομάδας. Για τις αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανατομικότητα ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 18% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 54% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό αποτυχίας ήταν 21,4% (εκ των οποίων το 10,6% οφειλόταν σε εμφάνιση δευτερογενούς τερηδόνας) ενώ ο ΜΧΕ ήταν 37 μήνες. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι οι αποκαταστάσεις με το συγκεκριμένο υλικό ΟΤΣΡ παρουσίασαν καλύτερη κλινική συμπεριφορά ως προς όλες τις υπό εξέταση παραμέτρους συγκριτικά με τις αποκαταστάσεις με τη συμβατική υαλοϊονομερή κονία.

Το 2004(α), οι Qvist και συν.(34) δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της αρχικής τους μελέτης (1997) έπειτα από 8 χρόνια παρακολούθησης, κατά το οποίο το 50% των δοντιών με εμφράξεις υαλοϊονομερούς κονίας είχαν ήδη αποπέσει, το ποσοστό αποτυχίας είχε ανέλθει στο 42% ενώ το 50% των αποκαταστάσεων είχε Μέσο Χρόνο Επιβίωσης 42 μήνες. Στη μελέτη αυτή το κύριο βάρος έπεσε στην εξέταση των όμορων οδοντικών επιφανειών που ήταν σε επαφή με τα υπό εξέταση υλικά αποκατάστασης και στην εξέλιξη τερηδονικής βλάβης σε συνάρτηση με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε, όπου μόλις το 16% χρειάστηκε έμφραξη – σε αντίθεση με το 30% των αντίστοιχων επιφανειών με αμάλγαμα. Πάντως οι συγγραφείς επαναλαμβάνουν το συμπέρασμα της προηγούμενης μελέτης τους, ότι δηλαδή οι συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικό υλικό επιλογής για την αποκατάσταση νεογιλών γομφίων και προτείνουν τα 4 χρόνια ως το ανώτατο και ιδανικό διάστημα παρακολούθησης αποκαταστάσεων στη νεογιλή οδοντοφυΐα για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την συμπεριφορά των διαφόρων υλικών.

 

Κεραμομεταλλικές υαλοϊονομερείς κονίες

Σε όλες τις μελέτες που εξετάζουν αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλικές κονίες πλην μίας χρησιμοποιήθηκε το σκεύασμα Ketac Silver. Επιπλέον, μία μελέτη χρησιμοποιεί τις κεραμομεταλλικές κονίες ως υλικό ελέγχου συγκριτικά με αποκαταστάσεις ρητινώδους τροποποιημένης υαλοϊονομερούς κονίας, η οποία θα αναφερθεί παρακάτω.

Η πρώτη προοπτική κλινική μελέτη που εξετάστηκαν αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλική κονία σε νεογιλά δόντια είναι αυτή των Stratmann και συν.[72]. Στη μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκαν 40 αποκαταστάσεις σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ο αριθμός και η ηλικία των παιδιών ή ο αριθμός των οδοντιάτρων. Οι αποκαταστάσεις επαναξιολογήθηκαν έπειτα από 6 και 12 μήνες από 2 εξεταστές με τη βοήθεια φωτογραφιών και εκμαγείων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανατομικότητα είχε διατηρηθεί κλινικά ιδανική (Α) στο 90% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 78% των αποκαταστάσεων και το ποσοστό αποτυχίας ήταν 7%.

Η μελέτη των Forsten και Karjalainen[73], ήταν η πρώτη συγκριτική μελέτη αποκαταστάσεων κεραμομεταλλικής κονίας με αποκαταστάσεις συμβατικής υαλοϊονομερούς κονίας (Ketac Fil). Ειδικότερα, σε παιδιά ηλικίας 5-7 ετών πραγματοποιήθηκαν 207 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε δύο είδη κοιλοτήτων (με και χωρίς μασητική επέκταση του κιβωτιδίου) από τέσσερις οδοντιάτρους, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ο επιμέρους αριθμός των αποκαταστάσεων ανάλογα με το υλικό ή το είδος της κοιλότητας. Επίσης, δε διευκρινίζεται αν χορηγήθηκε τοπική αναισθησία και αν έγινε χρήση απομονωτήρα, αλλά αναφέρεται ότι σε ορισμένες κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις επανεξετάστηκαν σε χρονικό διάστημα 5-14 μηνών και μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα βρέθηκε ότι οι αποκαταστάσεις με τη συμβατική υαλοϊονομερή κονία είχαν ποσοστό αποτυχίας 16%, οι αποκαταστάσεις με τη κεραμομεταλλική κονία είχαν ποσοστό αποτυχίας 23%, οι αποκαταστάσεις σε κοιλότητες χωρίς μασητική επέκταση του κιβωτιδίου είχαν ποσοστό αποτυχίας 21% ενώ οι αποκαταστάσεις σε κοιλότητες με μασητική επέκταση του κιβωτιδίου είχαν ποσοστό αποτυχίας 19%. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη υλικών ή στους δύο τύπους κοιλοτήτων.

Στη μελέτη των Hickel και Voss(37) εξετάστηκαν 125 αποκαταστάσεις κεραμομεταλλικής κονίας, εκ των οποίων οι 49 ήταν Ιης ομάδας και οι 76 ΙΙης ομάδας, που έγιναν σε 74 παιδιά ηλικίας 4 – 10 ετών. Οι εμφράξεις αυτές, οι οποίες συγκρίθηκαν με ανάλογο αριθμό εμφράξεων αμαλγάματος (34 Ιης ομάδας και οι 56 ΙΙης ομάδας), πραγματοποιήθηκαν χωρίς τη χρήση απομονωτήρα και παρακολουθήθηκαν για ένα χρονικό διάστημα 42 μηνών ανά 6 μήνες, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια. Τα αποτελέσματα για τις αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλική κονία (τα οποία ήταν κοινά για τις εμφράξεις Ιης και ΙΙης ομάδας) έδειξαν ότι το 47,2% των αποκαταστάσεων είχαν κλινικά ιδανική ανατομικότητα (Α) ενώ μόλις το 54,4% των αποκαταστάσεων διατήρησαν ιδανική οριακή προσαρμογή (Α) στο τέλος της περιόδου παρακολούθησης. Επίσης, το ποσοστό αποτυχίας για τις εμφράξεις Ιης ομάδας ήταν 24,5% ενώ για τις εμφράξεις ΙΙης ομάδας ήταν 40,8%. Οι συγγραφείς καταλήγουν λέγοντας ότι αν και οι κεραμομεταλλικές κονίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτικό υλικό στα νεογιλά δόντια, όταν υπάρχουν περιοχές μεγάλων μασητικών δυνάμεων θα πρέπει να προτιμάται το αμάλγαμα, λόγω των καλύτερων μηχανικών ιδιοτήτων του.

Σε μια άλλη μελέτη που δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά(35), συγκρίθηκαν 40 αποκαταστάσεις κεραμομεταλλικής κονίας με 33 αποκαταστάσεις αμαλγάματος υψηλής περιεκτικότητας σε χαλκό (σχεδόν όλες τυπικές ΙΙης ομάδας) που πραγματοποιήθηκαν σε 22 παιδιά ηλικίας 5-7 ετών. Όλες οι αποκαταστάσεις έγιναν από έναν επεμβαίνοντα οδοντίατρο με χρήση απομονωτήρα, ενώ σε ορισμένες κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν μόνο για ένα χρόνο, αξιολογήθηκαν από άτομο διαφορετικό από τον επεμβαίνοντα και χρησιμοποιήθηκαν συμπληρωματικά ακτινογραφίες και εκμαγεία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλική κονία είχαν διατηρήσει κλινικά ιδανική ανατομικότητα (Α) στο 35% των αποκαταστάσεων, κλινικά ιδανική οριακή προσαρμογή (Α) στο 35% των αποκαταστάσεων ενώ εμφανίστηκαν δευτερογενής τερηδόνα στο 2,5% των αποκαταστάσεων και κάταγμα στο 40% των αποκαταστάσεων. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι κεραμομεταλλικές κονίες δεν έχουν την απαραίτητη αντοχή για την αποκατάσταση όμορων κοιλοτήτων σε νεογιλούς γομφίους.

Στη μελέτη του ο Hasselrot([74]), εξέτασε αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλικές κονίες σε νεογιλούς γομφίους σε παρασκευές τύπου tunnel. Ειδικότερα, σε παιδιά ηλικίας μεγαλύτερης των 10 ετών, πραγματοποιήθηκαν 36 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας τύπου tunnel, χωρίς όμως ο συγγραφέας να διευκρινίζει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν π.χ. χορήγηση τοπικής αναισθησίας, χρήση απομονωτήρα κλπ. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα 3,5 ετών ανά εξάμηνο και αξιολογήθηκαν από τον ίδιο τον συγγραφέα με ταυτόχρονη λήψη ακτινογραφιών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το ποσοστό αποτυχίας των αποκαταστάσεων στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης ήταν 90,5% και ο κυριότερος λόγος αποτυχίας ήταν το κάταγμα της όμορης ακρολοφίας πιθανότατα εξ αιτίας του μικρού μεγέθους των νεογιλών δοντιών. Για το λόγο αυτό, ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτού του είδους οι παρασκευές δεν ενδείκνυνται σε νεογιλούς γομφίους.

Η μελέτη των Kilpatrick και συν.[75] ήταν μία συγκριτική μελέτη αποκαταστάσεων κεραμομεταλλικής κονίας με αποκαταστάσεις συμβατικής υαλοϊονομερούς κονίας (Ketac Fil). Ειδικότερα, σε 37 παιδιά ηλικίας 4-10 ετών, πραγματοποιήθηκαν 46 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας από το κάθε υλικό, από έναν οδοντίατρο και έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας αλλά πιθανότατα χωρίς τη χρήση απομονωτήρα. Όλες οι κοιλότητες είχαν συγκρατητικές αύλακες και ήταν συντηρητικές στην παρασκευή τους. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν από έναν εξεταστή για χρονικό διάστημα 2,5 ετών ανά 6 μήνες, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι αποκαταστάσεις με τη κεραμομεταλλική κονία είχαν διατηρήσει κλινικά ιδανική (Α) ανατομικότητα στο 15% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή στη μασητική επιφάνεια ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 54% των αποκαταστάσεων, δευτερογενής τερηδόνα εμφανίστηκε στο 9% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό αποτυχίας ήταν 41% και ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης ήταν 20,3 μήνες. Από την άλλη πλευρά, οι αποκαταστάσεις με την υαλοϊονομερή κονία είχαν διατηρήσει κλινικά ιδανική (Α) ανατομικότητα στο 55% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή στη μασητική επιφάνεια ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 33% των αποκαταστάσεων, δευτερογενής τερηδόνα εμφανίστηκε στο 4% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό αποτυχίας ήταν 23% και ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης ήταν 25,3 μήνες. Ο συγγραφέας καταλήγει ότι η αντοχή των αποκαταστάσεων με κεραμομεταλλική κονία δεν είναι αρκετή ώστε να προτείνεται η χρήση τους σε νεογιλούς γομφίους.

Η μελέτη των Chu και συν.(36) αν και εξέτασε δύο διαφορετικά είδη κεραμομεταλλικών κονιών σε σύγκριση με ένα κράμα αμαλγάματος υψηλής περιεκτικότητας σε χαλκό είχε πολύ μικρό δείγμα ασθενών, ειδικά όσον αφορά τις κεραμομεταλλικές κονίες. Ειδικότερα, σε 20 παιδιά ηλικίας 7-9 ετών πραγματοποιήθηκαν 10 αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και 10 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας χρησιμοποιώντας δύο είδη κονιών (Ketac Silver και Chelon Silver) εκ των οποίων η πρώτη είναι υπό μορφή κάψουλας και η δεύτερη με ανάμιξη σκόνης/υγρού και οι οποίες συγκρίθηκαν με 20 εμφράξεις αμαλγάματος Ιης και ΙΙης ομάδας (10 από την κάθε ομάδα). Όλες οι αποκαταστάσεις έγιναν από έναν οδοντίατρο, σε τυπικές κοιλότητες Ιης και ΙΙης ομάδας και με χρήση απομονωτήρα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων χωρίς όμως να διευκρινίζεται αν είχε προηγηθεί χορήγηση τοπικής αναισθησίας. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για 24 μήνες ανά εξάμηνο χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, με τη βοήθεια εκμαγείων των αποκαταστάσεων τα οποία εξετάστηκαν σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Τα αποτελέσματα για το Ketac Silver έδειξαν ότι τόσο η ανατομικότητα όσο και η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανικές (Α) μόλις σε 1 από τις 6 αποκαταστάσεις που επανεξετάστηκαν στο τέλος των δύο ετών ενώ για το Chelon Silver τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανατομικότητα και η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανικά (Α) σε 5 από τις 7 αποκαταστάσεις αλλά παρουσίασαν κάταγμα 3 από τις αρχικές 10 αποκαταστάσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι λόγω του περιορισμένου αριθμού των αποκαταστάσεων στη συγκεκριμένη μελέτη, δεν μπορούν να βγουν συμπεράσματα σχετικά με τις επιδόσεις των υπό εξέταση κεραμομεταλλικών κονιών.

Στη μελέτη της Ηοlst[76], πραγματοποιήθηκαν 172 αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλική κονία σε 48 παιδιά ηλικίας 4-7 ετών, τα οποία είχαν προβλήματα συμπεριφοράς και πολυτερηδονισμού. Όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από τη συγγραφέα έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας με παράλληλη χρήση πρωτοξειδίου του αζώτου, χωρίς να διευκρινίζεται εάν έγινε χρήση απομονωτήρα. Όλες οι παρασκευές των κοιλοτήτων ήταν συντηρητικού τύπου, με τροποποίηση της κοιλότητας μόνο σε περίπτωση που μασητικά συνυπήρχε τερηδόνα, ενώ σε ορισμένες κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν από 36 οδοντιάτρους της Δημόσιας Οδοντιατρικής Υγείας της επαρχίας του Blekinge της Σουηδίας, για χρονικό διάστημα 36 μηνών ανά έτος και χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια ελαφρώς τροποποιημένα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 23% των αποκαταστάσεων παρέμειναν κλινικά ιδανικές (Α) στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης, ενώ το ποσοστό αποτυχίας έφτασε το 54%, με συχνότερο λόγο αποτυχίας τη μεγάλη αποτριβή και την απώλεια της έμφραξης. Η συγγραφέας αποδίδει τα τόσο μεγάλα ποσοστά αποτυχίας κυρίως στις ανεπαρκείς ιδιότητες του υλικού και στην υψηλή τερηδονογόνο δραστηριότητα των παιδιών που συμμετείχαν στην έρευνα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι κεραμομεταλλικές κονίες δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε αποκαταστάσεις νεογιλών γομφίων.

Στη μελέτη των Krämer και Frankenberger[77], εξετάστηκε ένα νέο υλικό (Hi-Dense), το οποίο αποτελεί συνδυασμό κεραμομεταλλικής κονίας και υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερούς κονίας. Ειδικότερα, σε 17 παιδιά ηλικίας 3-11 ετών πραγματοποιήθηκαν 19 αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και 35 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε τυπικές κοιλότητες από έναν επεμβαίνοντα οδοντίατρο, χωρίς να διευκρινίζεται εάν έγινε τοπική αναισθησία ή χρήση απομονωτήρα ενώ σε ορισμένες κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα 2 ετών ανά 6 μήνες από ένα άτομο χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια με ταυτόχρονη λήψη φωτογραφιών, ενώ ορισμένες από τις αποτυχημένες αποκαταστάσεις εξετάστηκαν στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανατομικότητα είχε διατηρηθεί κλινικά ιδανική και κλινικά αποδεκτή (Α και Β) στο 100% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική και κλινικά αποδεκτή (Α και Β) στο 80% των αποκαταστάσεων ενώ το ποσοστό επιβίωσης για τα 2 χρόνια ήταν 92% για τις αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και 66% για τις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας. Οι συγγραφείς αναφέρουν στα συμπεράσματά τους ότι το νέο αυτό υλικό δεν φαίνεται να έχει καλύτερες ιδιότητες απ’ ότι οι συμβατικές υαλοïονομερείς κονίες ή το αμάλγαμα σε αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας αλλά πιθανόν να είναι χρήσιμο σε μη συνεργάσιμα παιδιά εξ αιτίας των λίγων σταδίων που απαιτούνται για την εφαρμογή του.

 

Ρητινώδεις τροποποιημένες υαλοϊονομερείς κονίες

Στις περισσότερες μελέτες που εξετάζουν αποκαταστάσεις με ρητινώδεις τροποποιημένες υαλοϊονομερείς κονίες χρησιμοποιήθηκε το σκεύασμα Vitremer και σχεδόν όλες είναι προοπτικές. Ορισμένες μελέτες χρησιμοποιούν τις ρητινώδεις τροποποιημένες υαλοïονομερείς κονίες ως υλικό ελέγχου συγκριτικά με τις υψηλού ιξώδους υαλοïονομερείς κονίες και θα αναφερθούν παρακάτω.

Η μελέτη των Croll και συν.[78] είναι μια αναδρομική μελέτη, στην οποία εξετάστηκαν τα αρχεία 306 παιδιών ηλικίας 5,2 χρονών κατά μέσο όρο, που έφεραν 864 αποκαταστάσεις Ιης, ΙΙης, ΙΙΙης και Vης ομάδας με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία (εκ των οποίων οι 393 ήταν Ιης ομάδας και οι 406 ΙΙης ομάδας). Στη μελέτη συμπεριλήφθησαν όλες οι αποκαταστάσεις που είχαν πραγματοποιηθεί τουλάχιστον πριν τρία χρόνια, είχαν επανεξεταστεί κλινικά καθ’ όλη τη χρονική αυτή διάρκεια χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια και, ειδικά για τις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας, είχε γίνει και ακτινογραφικός έλεγχος στο τέλος των 3 ετών. Όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από έναν οδοντίατρο έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα, σε τυπικές κοιλότητες και σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή. Για τις εμφράξεις Ιης ομάδας οι ερευνητές βρήκαν κλινικά ιδανική ανατομικότητα (Α) και κλινικά ιδανική οριακή προσαρμογή (Α) στο 89,8% των αποκαταστάσεων, ενώ για τις εμφράξεις ΙΙης ομάδας οι ερευνητές βρήκαν κλινικά ιδανική ανατομικότητα (Α) και κλινικά ιδανική οριακή προσαρμογή (Α) στο 86% των αποκαταστάσεων. Το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν σχεδόν μηδενικό, γεγονός το οποίο οι συγγραφείς αποδίδουν στο σχετικά υψηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των ασθενών και στη χαμηλή επίπτωση της τερηδόνας στο δείγμα αυτό. Οι συγγραφείς καταλήγουν συμπερασματικά ότι οι ρητινώδεις τροποποιημένες υαλοϊονομερείς κονίες μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτικό υλικό του αμαλγάματος και της σύνθετης ρητίνης για την αποκατάσταση της τερηδόνας στα νεογιλά δόντια.

Στη μελέτη των Qvist και συν.[79] εξετάστηκαν 544 αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία (Photac-Fil) συγκριτικά με 452 αποκαταστάσεις με συμβατική υαλοïονομερή κονία (Ketac Fil). Όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από 16 οδοντιάτρους της Δημόσιας Οδοντιατρικής Υγείας της επαρχίας Gladsaxe της Δανίας, σε 640 παιδιά ηλικίας 3-18 ετών και η πλειοψηφία των αποκαταστάσεων (65%) ήταν ΙΙης ομάδας. Οι αποκαταστάσεις επανεξετάστηκαν μετά από 10-14 μήνες και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το ποσοστό αποτυχίας των αποκαταστάσεων με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία ήταν 8% ενώ το ποσοστό αποτυχίας των αποκαταστάσεων με συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες ήταν 14%, διαφορά που ήταν στατιστικά σημαντική. Στην ίδια μελέτη εξετάστηκε και η αντιτερηδονογόνος επίδραση σε παρακείμενες οδοντικές επιφάνειες των δύο υλικών η οποία δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντική διαφορά για το συγκεκριμένο διάστημα παρακολούθησης.

Η μελέτη των Folkesson και συν.[80], εξέτασε 174 αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία σε νεογιλούς γομφίους, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από 6 οδοντιάτρους σε 85 παιδιά με μέσο όρο ηλικίας 7 ετών και 10 μηνών. Σχεδόν όλες οι αποκαταστάσεις έγιναν σε συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας χωρίς χρήση απομονωτήρα και χωρίς να διευκρινίζεται αν χορηγήθηκε τοπική αναισθησία ενώ σε ορισμένες κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα 3 ετών ανά 12 μήνες από τον οδοντίατρο που τοποθέτησε την έμφραξη και έναν επιπλέον από τους 6 οδοντιάτρους που συμμετείχαν στη μελέτη χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια ελαφρώς τροποποιημένα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης επανεξετάστηκαν μόλις 68 αποκαταστάσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανατομικότητα ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 31% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 18% των αποκαταστάσεων, το αθροιστικό ποσοστό αποτυχίας ήταν 19,8% από το οποίο το 8,4% οφειλόταν σε εμφάνιση δευτερογενούς τερηδόνας.

Στη μελέτη των Donly και συν.(38), εξετάστηκαν 40 αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία, οι οποίες συγκρίθηκαν με 40 αποκαταστάσεις αμαλγάματος υψηλής περιεκτικότητας σε χαλκό (Tytin). Οι αποκαταστάσεις έγιναν σε 40 παιδιά ηλικίας 6-9 ετών σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας από έναν επεμβαίνοντα, έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και με χρήση απομονωτήρα. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα 3 ετών ανά έτος χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, με ταυτόχρονη λήψη φωτογραφιών και εκμαγείων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης επανεξετάστηκαν μόλις 19 αποκαταστάσεις. Για τις αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας οι ερευνητές βρήκαν κλινικά ιδανική ανατομικότητα (Α) στο 80% των αποκαταστάσεων, κλινικά ιδανική οριακή προσαρμογή (Α) στο 75% των αποκαταστάσεων ενώ το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν 23,08%. Τα αποτελέσματα των αποκαταστάσεων του υπό εξέταση υλικού ήταν παρόμοια με τα αποτελέσματα του υλικού της ομάδας ελέγχου (αμάλγαμα) και παρ’ όλο που το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν μικρότερο στις αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία, η διαφορά αυτή δεν ήταν στατιστικά σημαντική.

Στη μελέτη των Espelid και συν.[81] πραγματοποιήθηκαν 49 αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία σε 43 παιδιά ηλικίας 5,5-11 ετών, οι οποίες αξιολογήθηκαν παράλληλα με ίδιο αριθμό αποκαταστάσεων με κεραμομεταλλική κονία. Όλες οι αποκαταστάσεις έγιναν από 2 επεμβαίνοντες οδοντιάτρους σε συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας, χωρίς να διευκρινίζεται αν χορηγήθηκε τοπική αναισθησία ή αν χρησιμοποιήθηκε απομονωτήρας. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα 3 ετών ανά έτος χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, με ταυτόχρονη λήψη ακτινογραφιών, φωτογραφιών και εκμαγείων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης επανεξετάστηκαν 25 αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία και 20 αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλική κονία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τις αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική και αποδεκτή (Α και Β) στο 100% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό αποτυχίας ήταν 2% ενώ ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης ξεπερνούσε τους 42 μήνες. Αντίθετα, για τις αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλική κονία η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική και αποδεκτή (Α και Β) στο 40% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό αποτυχίας ήταν 26,5% (εκ των οποίων το 12,2% οφειλόταν σε εμφάνιση δευτερογενούς τερηδόνας) ενώ ο Μ.Χ.Ε. ήταν 37 μήνες. Οι συγγραφείς αποδίδουν τα σχετικά υψηλά ποσοστά εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας στις αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλική κονία κυρίως στην κακή οριακή προσαρμογή του υλικού και καταλήγουν ότι δεν προτείνεται για αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους, σε αντίθεση με τις αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία οι οποίες είχαν καλύτερα ποσοστά επιτυχίας.

Στη μελέτη των Fuks και συν.(39), εξετάστηκαν δύο υλικά αισθητικών αποκαταστάσεων (σύνθετη ρητίνη και ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία) σε σχέση με το αμάλγαμα. Ειδικότερα, σε 29 ασθενείς ηλικίας 8 έως 10 ετών, πραγματοποιήθηκαν από έναν οδοντίατρο 40 αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία, 38 αποκαταστάσεις με σύνθετη ρητίνη και 24 αποκαταστάσεις αμαλγάματος, σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από τουλάχιστο δύο ερευνητές ανά εξάμηνο και για διάστημα δύο ετών χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, ενώ έγινε και ετήσιος ακτινογραφικός έλεγχος των αποκαταστάσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παρουσίαση των αποτελεσμάτων είναι ανεπαρκής αφού δεν αναφέρεται ο αριθμός των αποκαταστάσεων που αξιολογήθηκαν ανά εξάμηνο αλλά μόνο ο συγκεντρωτικός αριθμός. Σχετικά με τις αποκαταστάσεις με τη ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία, στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης επανεξετάστηκαν 21 από τις αρχικές 40 αποκαταστάσεις και οι συγγραφείς βρήκαν ότι το αθροιστικό ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας αυχενικά ήταν 6,4%. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι και τα τρία υπό εξέταση υλικά παρουσίασαν ικανοποιητική κλινική εικόνα για το διάστημα παρακολούθησης (2 χρόνια).

Στη μελέτη των Hubel και Mejare[82], συγκρίθηκαν 53 αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία με 62 αποκαταστάσεις με συμβατική υαλοïονομερή κονία (Fuji II) σε παιδιά ηλικίας 4-7 ετών. Οι περισσότερες κοιλότητες ήταν συντηρητικές ΙΙης ομάδας και πραγματοποιήθηκαν έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας από έναν επεμβαίνοντα οδοντίατρο χωρίς τη χρήση απομονωτήρα. Σε ορισμένες βαθιές κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2 ενώ πριν την τοποθέτηση της ρητινώδους τροποποιημένης υαλοïονομερούς κονίας εφαρμόστηκε primer στα τοιχώματα της κοιλότητας. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από τουλάχιστο δύο ερευνητές (εκ των οποίων ο ένας ήταν ο επεμβαίνοντας) ανά εξάμηνο και για διάστημα τριών ετών χρησιμοποιώντας ελαφρώς τροποποιημένα τα USPHS κριτήρια, σε συνδυασμό με ακτινογραφικό έλεγχο και τη χρήση έγχρωμων φωτογραφιών. Στα αποτελέσματα, οι αποκαταστάσεις με τη ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία εμφάνισαν ποσοστό επιτυχίας 94% ενώ οι αποκαταστάσεις με τη συμβατική υαλοïονομερή κονία μόλις 81%, διαφορά που ήταν στατιστικά σημαντική. Οι πιο συχνές αιτίες αποτυχίας ήταν η παρουσία δευτερογενούς τερηδόνας (κυρίως στις αποκαταστάσεις με τη συμβατική υαλοïονομερή κονία) και η απώλεια της έμφραξης και για το λόγο αυτό οι συγγραφείς προτείνουν την παρασκευή κοιλότητας με μηχανική συγκράτηση. Επίσης αποδίδουν τα καλύτερα ποσοστά συγκράτησης στις αποκαταστάσεις με τη ρητινώδη τροποποιημένη υαλοïονομερή κονία στο διπλό μηχανισμό πήξης που συμβαίνει σε αυτά τα υλικά καθώς και στη χρησιμοποίηση primer πριν την τοποθέτηση της έμφραξης. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι οι περισσότερες αποτυχίες παρατηρήθηκαν μετά τους 24 μήνες παρακολούθησης, στοιχείο το οποίο δίνει έμφαση στο πόσο σημαντικό είναι να γίνονται μακρόχρονες έρευνες για την αξιολόγηση των υλικών αποκαταστάσεων.

Το 2004(β) οι Qvist και συν.[83] δημοσίευσαν τη συνέχεια της μελέτης των ίδιων του 1995 που αναφέρθηκε νωρίτερα, έπειτα από 8 χρόνια παρακολούθησης. Ειδικότερα, μόλις το 2% των αποκαταστάσεων υπήρχαν ακόμα ενδοστοματικά στο τέλος της περιόδου παρακολούθησης ενώ το ποσοστό αποτυχίας είχε ανέλθει στο 37% για τις αποκαταστάσεις με τη ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία και στο 44% για τις αποκαταστάσεις με τη συμβατική υαλοϊονομερή κονία. Ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης ήταν 55 μήνες για τις εμφράξεις με ΡΤΥΚ και 48 μήνες για τις αντίστοιχες με συμβατική ΥΙΚ, διαφορά που δεν ήταν στατιστικά σημαντική, ενώ οι κύριοι λόγοι αποτυχίας και για τα δύο υλικά ήταν το κάταγμα και η απώλεια της έμφραξης. Στη μελέτη αυτή το κύριο βάρος έπεσε στην εξέταση των όμορων οδοντικών επιφανειών που ήταν σε επαφή με τα υπό εξέταση υλικά αποκατάστασης και στην εξέλιξη τερηδονικής βλάβης σε συνάρτηση με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε και το ποσοστό ανήλθε στο 20% για τις γειτονικές προς τις ΡΤΥΚ επιφάνειες και 14% στις αντίστοιχες με τη συμβατική ΥΙΚ επιφάνειες, διαφορά που δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Πάντως οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να προτιμούνται οι ΡΤΥΚ σε σχέση με τις συμβατικές ΥΙΚ για τις αποκαταστάσεις στη νεογιλή οδοντοφυΐα και ειδικά για τις εμφράξεις ΙΙης ομάδας.

Η μελέτη των Roberts και συν.(18) ήταν μια καλά οργανωμένη προοπτική μελέτη που εξέτασε αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία (Photac-fil) και με ανοξείδωτες στεφάνες σε νεογιλούς γομφίους οι οποίες εφαρμόστηκαν σε ιδιωτικό ιατρείο κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 7 ετών. Πιο συγκεκριμένα, ένας ειδικευμένος παιδοδοντίατρος τοποθέτησε 610 αποκαταστάσεις Ιης ομάδας, 1088 ΙΙης ομάδας και 1107 ανοξείδωτες στεφάνες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν είτε υπό γενική αναισθησία είτε με τοπική αναισθησία και σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς καθόλου αναισθησία. Επίσης, απομονωτήρας χρησιμοποιήθηκε στο 76,1% των αποκαταστάσεων Ιης ομάδας, στο 95,7% ΙΙης ομάδας και στο 98% των ανοξείδωτων στεφανών. Όλες οι αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας ήταν αυστηρά συντηρητικές (box only) ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις εφαρμοζόταν απ’ ευθείας ανοξείδωτη στεφάνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν έγινε χημική προετοιμασία της κοιλότητας πριν την εφαρμογή του υλικού ενώ μετά τον φωτοπολυμερισμό του τοποθετούταν στην υπόλοιπη μασητική επιφάνεια αποφρακτικό οπών και σχισμών. Οι αποκαταστάσεις αξιολογήθηκαν κλινικά από τον ίδιο επεμβαίνοντα ανά 6-9 μήνες και ακτινογραφικά σε διαφορετικό διάστημα ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ασθενούς. Για την αξιολόγηση των εμφράξεων δεν χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια USPHS αλλά οι αποκαταστάσεις κρίθηκαν ως «πραγματικές αποτυχίες» όταν παρατηρήθηκε κάταγμα, μερική ή ολική απώλεια της έμφραξης, αποδόμηση στα όρια της έμφραξης, τερηδόνα στα όρια ή κάτω από την έμφραξη και μόλυνση του πολφού. Με βάση αυτά τα κριτήρια τα ποσοστά αποτυχίας ήταν 1,7% για τις αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και 2,7% για τις αντίστοιχες ΙΙης ομάδας. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο υλικό ΡΤΥΚ μπορεί να χρησιμοποιείται για την αποκατάσταση νεογιλών γομφίων εφ’ όσον οι κοιλότητες είναι μικρές.

Η μελέτη των dos Santos και συν.(66), είναι η πιο πρόσφατη τυχαιοποιημένη προοπτική μελέτη η οποία συνέκρινε αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης (TPH Spectrum), ρητινώδους τροποποιημένης υαλοïονομερούς κονίας (Vitremer) και όξινης τροποποιημένης σύνθετης ρητίνης (Freedom). Πιο ειδικά, σε 48 παιδιά ηλικίας 3-9 ετών, μετά από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και εφαρμογή απομονωτήρα έγιναν από δύο έμπειρους παιδοδοντίατρους 44 εμφράξεις σύνθετης ρητίνης (30 Ιης και 14 ΙΙης ομάδας), 46 εμφράξεις Ρ.Τ.Υ.Κ. (33 Ιης και 13 ΙΙης ομάδας) και 51 εμφράξεις Ο.Τ.Σ.Ρ. (36 Ιης και 15 ΙΙης ομάδας). Όλες οι αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας ήταν αυστηρά συντηρητικές (box only) ενώ σε όλες τις κοιλότητες έγινε λοξοτόμηση σε όλες τις επιφάνειες εκτός του αυχενικού ορίου. Σε ορισμένες βαθιές κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για 4 χρόνια ανά 12 μήνες από δύο καλιμπραρισμένους εξεταστές και ταυτόχρονα έγινε και καταγραφή του δείκτη πλάκας. Στα αποτελέσματα βρέθηκε ότι το ποσοστό επιβίωσης ήταν 79,6% για τις αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης, 73,9% για τις αποκαταστάσεις Ρ.Τ.Υ.Κ και 83,4% για τις αποκαταστάσεις Ο.Τ.Σ.Ρ. ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν 35,5%, 38,7% και 25,8% αντίστοιχα, τα οποία δεν είχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές και για το λόγο αυτό οι συγγραφείς προτείνουν την χρησιμοποίηση όλων των παραπάνω υλικών για το συγκεκριμένο διάστημα. Πάντως, η ίδια μελέτη έδειξε ότι οι αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης σε στατιστικά σημαντικό βαθμό για όλα τα υλικά σε σχέση με τις αποκαταστάσεις Ιης ομάδας.

 

Υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερείς κονίες

Οι κλινικές μελέτες που εξετάζουν την αποτελεσματικότητα των αποκαταστάσεων με τις υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερείς κονίες είναι ακόμα σχετικά λιγοστές, ο κύριος όγκος τους στη βιβλιογραφία αναφέρεται στην τεχνική της ατραυματικής αποκατάστασης της τερηδόνας (ART) που όμως δεν θα αναφερθούν εδώ.

Η μελέτη των Rutar και συν.[84] πραγματοποιήθηκε σε 69 παιδιά ηλικίας 5-8 ετών στα οποία έγιναν 56 εμφράξεις Ιης ομάδας και 73 εμφράξεις ΙΙης ομάδας με υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερή κονία. Ειδικά για τις εμφράξεις ΙΙης ομάδας, όλες ήταν μικρού ή μεσαίου μεγέθους χωρίς μασητική επέκταση της κοιλότητας (συντηρητική παρασκευή). Όλες οι εμφράξεις έγιναν από έναν επεμβαίνοντα οδοντίατρο, με χορήγηση τοπικής αναισθησίας μόνο όταν υπήρχε δυσφορία από τον ασθενή και χωρίς απομονωτήρα. Το σκεύασμα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Fuji IX GP σε μορφή κάψουλας. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν ανά 6 μήνες και για χρονικό διάστημα 24 μηνών χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, χωρίς να διευκρινίζεται ο αριθμός των εξεταστών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανατομικότητα είχε διατηρηθεί κλινικά ιδανική (A) στο 100% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (A) στο 99% των αποκαταστάσεων, ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν 6,6%. Οι συγγραφείς αποδίδουν τα τόσο υψηλά ποσοστά επιτυχίας στο μικρό μέγεθος και στο συντηρητικό τύπο παρασκευής της κοιλότητας ΙΙης ομάδας που είχε σαν αποτέλεσμα τη μειωμένη άσκηση δυνάμεων στις αποκαταστάσεις, καθώς και στις καλύτερες μηχανικές ιδιότητες του νέου αυτού τύπου των υαλοϊονομερών κονιών σε σχέση με τις παλαιότερες συμβατικές.

Η μελέτη των Marks και συν.[85] πραγματοποιήθηκε σε 43 παιδιά ηλικίας κατά μέσο όρο 6,6 ετών. Σε αυτή συγκρίθηκαν 52 αποκαταστάσεις με Όξινες Τροποποιημένες Σύνθετες Ρητίνες (Dyract), με 53 αποκαταστάσεις υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερούς κονίας (Ketac-Molar) που τοποθετήθηκαν σε συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας οι οποίες είχαν διαγνωστεί ακτινογραφικά. Όλες οι αποκαταστάσεις έγιναν από έναν οδοντίατρο, με χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα. Οι αποκαταστάσεις επανεξετάστηκαν μετά από 12 μήνες από δύο εξεταστές χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, ενώ για τη διάγνωση δευτερογενούς τερηδόνας έγινε λήψη ακτινογραφιών μετά-πτερυγίου. Τα αποτελέσματα των αποκαταστάσεων με την υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερούς κονίας έδειξαν ότι το ποσοστό αποτυχίας λόγω κατάγματος ήταν 5% ενώ το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν μόλις 2,7%. Οι συγγραφείς καταλήγουν λέγοντας ότι λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος παρακολούθησης δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά την ανατομικότητα ή την οριακή προσαρμογή ανάμεσα στα δύο υπό εξέταση υλικά, αλλά ο χρόνος που απαιτείται για την εφαρμογή των αποκαταστάσεων με υψηλού ιξώδους υαλοιονομερείς κονίες είναι σαφώς μεγαλύτερος από το χρόνο που απαιτείται για την εφαρμογή των αποκαταστάσεων με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη.

Η μελέτη των Yu και συν.[86] εξέτασε δύο σκευάσματα υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερούς κονίας τόσο σε συντηρητικές κοιλότητες παρασκευασμένες με μηχανοκίνητα περιστροφικά εργαλεία όσο και σε κοιλότητες που παρασκευάστηκαν με την τεχνική ART (atraumatic restorative treatment). Πιο ειδικά, σε 60 παιδιά ηλικίας 6-9 ετών πραγματοποιήθηκαν 37 αποκαταστάσεις Ιης και 35 ΙΙης ομάδας με την τεχνική ART και 45 αποκαταστάσεις Ιης και 18 ΙΙης ομάδας με την συμβατική μέθοδο από δύο επεμβαίνοντες οδοντιάτρους στην κλινική της Στοματολογίας του Πανεπιστήμιου του Πεκίνου, χωρίς χρήση τοπικής αναισθησίας ή απομονωτήρα. Τα σκευάσματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το Fuji IX GP και το Ketac Molar Aplicap και οι αποκαταστάσεις αξιολογήθηκαν κλινικά στους 6, 12 και 24 μήνες από δύο εξεταστές χρησιμοποιώντας μια δική τους μέθοδο αξιολόγησης και όχι τα κριτήρια USPHS. Στα αποτελέσματα, οι αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας με τη μέθοδο ART παρουσίασε στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας απ’ ότι με τη συμβατική μέθοδο, ανεξαρτήτως του σκευάσματος που χρησιμοποιήθηκε, και για το λόγο αυτό οι συγγραφείς προτείνουν την χρήση της τεχνικής ART μόνο για τις αποκαταστάσεις Ιης ομάδας.

Η μελέτη των Yilmaz και συν.[87] έχει διάρκεια μόλις ένα έτος αλλά αξίζει να αναφερθεί διότι οι μελέτες που εξετάζουν το συγκεκριμένο υλικό είναι λιγοστές. Πιο ειδικά, σε 68 παιδιά ηλικίας 6-8 ετών τοποθετήθηκαν 32 εμφράξεις Ιης και 34 εμφράξεις ΙΙης ομάδας. Όλες οι κοιλότητες είχαν βάθος μέχρι τα 2/3 της οδοντίνης και ειδικά για τις κοιλότητες ΙΙης ομάδας η παρασκευή ήταν τυπική, με εύρος ισθμού λίγο περισσότερο από το 1/3 της διαφυματικής απόστασης. Απομονωτήρας τοποθετήθηκε μετά την παρασκευή των κοιλοτήτων, ενώ για την απομάκρυνση του smear layer εφαρμόστηκε Η2Ο2 για 20 δευτερόλεπτα. Το σκεύασμα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Fuji IX GP σε μορφή σκόνη/υγρό. Οι αποκαταστάσεις αξιολογήθηκαν από 2 οδοντιάτρους μετά από ένα χρόνο χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, φωτογραφίες με ενδοστοματική κάμερα και λήψη ακτινογραφιών μετά πτερυγίου – μόνο για τις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας. Στα αποτελέσματα οι συγγραφείς βρήκαν ποσοστό επιτυχίας 97,16% για τις αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και 90,9% για τις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας, ενώ η μόνη στατιστικά σημαντική διαφορά που παρατηρήθηκε ανάμεσα στις δύο ομάδες αφορούσε στην παράμετρο αποχρωματισμό ορίων κοιλότητας το οποίο οι συγγραφείς αποδίδουν στη μη επιτυχημένη χρησιμοποίηση του Η2Ο2 για τη χημική επεξεργασία της κοιλότητας.

Η μελέτη των Daou και συν.[88] εξέτασε 3 διαφορετικά αισθητικά υλικά σε νεογιλούς γομφίους και τα συνέκρινε με εμφράξεις αμαλγάματος σε παιδιά με υψηλή τερηδονογόνο δραστηριότητα. Πιο ειδικά, σε παιδιά ηλικίας 6-8 ετών πραγματοποιήθηκαν 37 αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία (16 Ιης και 21 ΙΙης ομάδας), 35 αποκαταστάσεις με υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερή κονία (21 Ιης και 14 ΙΙης ομάδας) 39 αποκαταστάσεις με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη (21 Ιης και 18 ΙΙης ομάδας) και 38 αποκαταστάσεις αμαλγάματος (25 Ιης και 13 ΙΙης ομάδας). Τα σκευάσματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα Fuji II LC, Fuji IX, Dyract AP και Permite C αντίστοιχα. Οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από 5 παιδοδοντιάτρους μετά από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα και με εξαίρεση τις εμφράξεις αμαλγάματος όλες οι υπόλοιπες παρασκευές ήταν συντηρητικές. Σε όλες τις βαθιές κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2 ενώ σε όλα τα υλικά ακολουθήθηκαν αυστηρά οι οδηγίες των κατασκευαστών όσον αφορά την χημική επεξεργασία των κοιλοτήτων πριν την τοποθέτηση των αποκαταστάσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικά για τις αποκαταστάσεις με την όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη δεν χρησιμοποιήθηκε αδροποίηση αλλά ο παράγοντας NRC o οποίος δεν ξεπλένεται ενώ ο παράγοντας Primer/Adhesive εφαρμόστηκε δύο φορές. Η αξιολόγηση έγινε από 2 ανεξάρτητους εξεταστές ανά εξάμηνο για 2 χρόνια χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια ενώ έγινε και λήψη αποτυπωμάτων κατά την τοποθέτηση των αποκαταστάσεων και στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης. Στα αποτελέσματα, η μόνη στατιστικά σημαντική διαφορά αφορούσε στον αποχρωματισμό των ορίων της κοιλότητας ανάμεσα στις αποκαταστάσεις αμαλγάματος και όξινης τροποποιημένης σύνθετης ρητίνης, ενώ σε γενικές γραμμές και τα τρία αισθητικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν παρουσίασαν μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας στις εμφράξεις ΙΙης ομάδας σε σχέση με τις αντίστοιχες Ιης ομάδας. Πάντως, οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία Fuji II LC συγκεντρώνει τα καλύτερα αποτελέσματα και συστήνουν τη χρησιμοποίησή της σε παιδιά με υψηλή τερηδονική δραστηριότητα.

Η μελέτη των Qvist και συν.[89] αναφέρεται στα αποτελέσματα των προηγούμενων τριών μελετών των ίδιων συγγραφέων(34,83,98) και τα συνδυάζει με τα αποτελέσματα μιας νέας μελέτης, της οποίας η μεθοδολογία μοιάζει κατά πολύ με τις προηγούμενες τρεις αλλά εδώ οι οδοντίατροι επιλέγουν οι ίδιοι το υλικό που θα χρησιμοποιήσουν για τις αποκαταστάσεις. Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν συνολικά 9 οδοντίατροι που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Δανίας οι οποίοι τοποθέτησαν σε 307 παιδιά ηλικίας 2,6-15,3 ετών 419 εμφράξεις με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη (Dyract AP και Compoglass) και μόλις 57 εμφράξεις υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερούς κονίας (Ketac-Molar) σε μικρές και συντηρητικές κοιλότητες κυρίως ΙΙης ομάδας. Η πλειοψηφία των οδοντιάτρων (7) επέλεξε το Dyract ΑΡ ως υλικό αποκατάστασης, ένας μόνο επέλεξε το Ketac-Molar ενώ ο ένατος χρησιμοποίησε και τα δύο υλικά. Οι επεμβαίνοντες δεν χρησιμοποίησαν απομονωτήρα, τοποθέτησαν σε ορισμένες βαθιές κοιλότητες ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2 ενώ έκαναν χημική επεξεργασία σε όλες τις κοιλότητες στις οποίες τοποθετήθηκε η όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες από τις αποκαταστάσεις αφορούσαν αντικατάσταση υπάρχουσας έμφραξης ενώ το 88% αφορούσαν πρωτογενείς τερηδονικές βλάβες. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για διάστημα 5 ετών ανά 4-16 μήνες, ανάλογα με το εξατομικευμένο προληπτικό πρόγραμμα των παιδιών. Στο τέλος του διαστήματος αυτού, το 1/5 των αποκαταστάσεων με την όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη είχαν αποτύχει και οι κυριότεροι λόγοι ήταν η απώλεια της έμφραξης και η εμφάνιση δευτερογενούς τερηδόνας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αποτυχίας των δύο νέων σκευασμάτων όξινης τροποποιημένης σύνθετης ρητίνης ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα απ’ ότι το σκεύασμα που είχε χρησιμοποιηθεί στις προηγούμενες μελέτες ενώ και τα ποσοστά επιβίωσης ήταν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα γεγονός το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τους κατασκευαστές που διαβεβαιώνουν για τις βελτιωμένες ιδιότητες των νεώτερων υλικών τους αλλά συνήθως στηρίζονται σε εργαστηριακά τεστ και όχι σε πραγματικές κλινικές συνθήκες.

 

ΟΞΙΝΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΡΗΤΙΝΕΣ

Το πρώτο εμπορικό σκεύασμα των όξινων τροποποιημένων συνθέτων ρητινών (ΟΤΣΡ) κυκλοφόρησε το 1993 ως εναλλακτική λύση για την αποκατάσταση οπισθίων νεογιλών δοντιών. Η δημιουργία τους στηρίχτηκε σε μια προσπάθεια συγκερασμού των θετικών χαρακτηριστικών των συνθέτων ρητινών και των υαλοϊονομερών κονιών.

Οι μελέτες που αναφέρονται σε αποκαταστάσεις με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη (ΟΤΣΡ) σε νεογιλά δόντια είναι κατά κύριο λόγο προοπτικές, ενώ οι αναδρομικές μελέτες που εξετάζουν το ίδιο θέμα είναι μόλις δύο. Όλες οι μελέτες που εξετάζουν αποκαταστάσεις με όξινες τροποποιημένες σύνθετες ρητίνες παρατίθενται στον Πίνακα 5.

 

Πίνακας 5: Aποκαταστάσεις όξινης τροποποιημένης σύνθετης ρητίνης σε νεογιλά δόντια

Συγγραφείς

Υλικό

Διάρκεια

Είδος κοιλότητας και αρ. εμφράξεων

Αποτελέσματα

Wendt και συν, 1998

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ

1040 Iης, ΙΙης και Vης ομ.

Π.Α.: 9%

Mass και συν, 1999

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ

Dyract

3 έτη

63 συντηρητικές ΙΙης ομάδας

Ακτινοδιαυγείς περιοχές στο 14,3% των αποκαταστάσεων

Peters και συν, 1996

Dyract

1 έτος

11 Ιης ομ. (4 συντ. και 7 τυπικές) και 80 ΙΙης ομ. (19 συντ. και 61 τυπικές)

ΑΝ.: 0% Α και 98% Β

Ο.Π.: 58% Α

Δ.Τ.: 1%

Π.Α.: 2%

Andersson-Wenckert και συν, 1997

Dyract

2 έτη

159 ΙΙης ομάδας (κυρίως συντηρητικές)

Π.Α.: 22%

Δ.Τ.: 5%

Hse και Wei, 1997

Dyract

1 έτος

38 Ιης ομ. και 21 ΙΙης ομ. (συντηρητικές)

ΑΝ.: 93,2% A

Ο.Π.: 91,5% A

Π.Α.: 1,7%

Vulićević και συν (1997)

Dyract και Luxat

1 έτος

30 Ιης και ΙΙης ομάδας από το κάθε υλικό

ΑΝ.: 100% Α

Ο.Π.: 100% Α

Π.Α.: 0%

Roeters και συν, 1998

Dyract

3 έτη

11 Ιης ομ. (4 συντ. και 7 τυπικές) και 80 ΙΙης ομ. (19 συντ. και 61 τυπικές)

ΑΝ.: 0% Α και 100% Β

Ο.Π.: 89% Α

Δ.Τ.: 9%

Π.Α.: 4%

Qvist και συν, 1998

Dyract

3 έτη

1566 ΙΙης ομ. (μαζί με Vitremer, Photac-Fil και Fuji II LC)

Π.Α.: (6%) με και (17%) χωρίς χημική προετοιμασία της κοιλότητας

Papagiannoulis και συν, 1999

Dyract

2 έτη

68 τυπικές ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 61% Α

Ο.Π.: 56% Α

Δ.Τ.: 6%

Π.Α.: 10%

Marks και συν, 1999(α)

Dyract

1 έτος

53 συντηρητικές ΙΙης ομάδας

Δ.Τ: 1/44 αποκαταστάσεις

Marks και συν, 1999(β)

Dyract

3 έτη

30 συντηρητικές ΙΙης ομάδας

Δ.Τ: 1/30 αποκαταστάσεις

Welbury και συν, 2000

Dyract

3 έτη

31 Ιης και 25 ΙΙης ομ. (συντηρητικές)

ΑΝ.: 53% A

Ο.Π.: 88% A

Π.Α.: 5,3%

Δ.Τ.: 0%

Μ.Χ.Ε.: 42 μήνες

Marks και συν, 2000

Dyract

1 έτος

52 συντηρητικές ΙΙης ομάδας

Π.Α.: 3,2% (κάταγμα)

Δ.Τ.: 6,4%

Gross και συν, 2001

Dyract και Hytac

2 έτη

92 τυπικές ΙΙης ομάδας (και με τα δύο υλικά)

Π.Α.: 4% (Dyract)

7% (Hytac)

Attin και συν, 2001

Compoglass

3 έτη

94 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 83% A

Ο.Π.: 74% A

Δ.Τ.: 11%

Π.Ε.: 79,5% στα 3 έτη

Kavvadia και συν (2002)

F 2000

2 έτη

75 τυπικές ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 54,4% Α

Ο.Π.: 52,7% Α

Δ.Τ.: 1,7%

Duggal και συν, 2002

Dyract

2 έτη

78 ΙΙης ομάδας

ΑΝ.: 71,6% Α

Ο.Π.: 81,6% Α

Δ.Τ.: 10%

Qvist και συν, 2004

Dyract

7 έτη

1566 ΙΙης ομ. (μαζί με Vitremer, Photac-Fil και Ketac-Fil )

Π.Α.: 18% (συνολικό)

Turgut και συν, 2004

Dyract AP

1,5 έτος

81 συντηρητικές

ΙΙης ομάδας

Ομάδα 1 (φωσφ.οξύ)

ΑΝ.:95% A,

Ο.Π.: 42% A

Π.Α.: 12%

Ομάδα 2 (NRC)

ΑΝ.: 86% A,

Ο.Π.: 17% A

Π.Α.: 42%

Ομ. 3 (χωρίς χημ.επεξ.)

ΑΝ.: 78% A,

Ο.Π.: 33% A

Π.Α.: 25%

Pascon και συν, 2006

F 2000 και Dyract AP

2 έτη

21 Ιης και 9 ΙΙης ομ.& 14 Ιης και 8 ΙΙης ομ. αντίστοιχα (τυπικές)

F 2000 ΑΝ.: 73% Α και Β

Ο.Π.: 73% Α και Β

Δ.Τ.: 27%

Pascon και συν, 2006 (συνέχεια)

DyractAP ΑΝ.:69% Α & Β

Ο.Π.:73% Α & Β

Δ.Τ.: 31%

Soncini και συν, 2007

Dyract

5 έτη

1088 Ιης (μικρές, μεσαίες & μεγάλες)

Π.Α.: 5,8%

Daou και συν, 2009

Dyract AP

2 έτη

21 Ιης και 18 ΙΙης ομ. (συντηρητικές)

Αποχρωματισμός στα όρια

Υψηλότερα Π.Α. στις ΙΙης ομάδας (σε σχέση με Ιης)

Qvist και συν, 2010

Dyract AP και Compoglass

5 έτη

419 κυρίως ΙΙης ομ. (συντηρητικές)

Π.Α.: 20%

dos Santos και συν, 2010

Freedom

4 έτη

36 Ιης και 15 ΙΙης ομάδας (συντ. με λοξοτόμηση)

Π.Α.: 25.8%

Π.Ε.: 83.4%

O.Π.: Οριακή προσαρμογή, ΑΝ.: Ανατομικότητα, Δ.Τ.: Δευτερογενή τερηδόνα Π.Α.: Ποσοστό αποτυχίας, Μ.Χ.Ε.: Μέσος Χρόνος Επιβίωσης, Π.Ε.: Ποσοστό επιβίωσης

 

Αναδρομικές μελέτες

Η μελέτη των Wendt και συν.(46) είναι μια αναδρομική μελέτη που αναφέρεται σε αποκαταστάσεις ΟΤΣΡ σε νεογιλά δόντια. Σε αυτή τη μελέτη έλαβαν μέρος 49 οδοντίατροι από 11 κλινικές Δημόσιας Οδοντιατρικής Υγείας της επαρχίας του Jönköping της Σουηδίας, οι οποίοι ανέτρεξαν στα αρχεία 546 παιδιών ηλικίας 8 ετών και κατέγραψαν πληροφορίες σχετικά με το είδος του υλικού και τους λόγους αντικατάστασης αποκαταστάσεων που είχαν πραγματοποιηθεί έως και 5 χρόνια πριν. Συνολικά, εξετάστηκαν 3200 αποκαταστάσεις σε νεογιλούς κυνόδοντες και γομφίους (1954 όμορες), εκ των οποίων οι 1040 (32%) είχαν γίνει με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη και οι 748 (26%) με υαλοϊονομερείς κονίες. Το ποσοστό αποτυχίας για τις αποκαταστάσεις με όξινη-τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη ήταν 9% ενώ για τις αποκαταστάσεις υαλοϊονομερούς κονίας ήταν 36%. Οι συγγραφείς καταλήγουν λέγοντας ότι οι υαλοϊονομερείς κονίες δεν θα πρέπει να αποτελούν υλικό επιλογής για αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους ενώ τα αποτελέσματα των όξινων τροποποιημένων συνθέτων ρητινών είναι ελπιδοφόρα.

Η μελέτη των Mass και συν.(20) είναι η δεύτερη αναδρομική μελέτη που υπάρχει στη βιβλιογραφία, η μεθοδολογία της οποίας ακολουθεί τις αρχές μιας προοπτικής μελέτης. Στη μελέτη αυτή, συγκρίθηκαν 63 αποκαταστάσεις ΟΤΣΡ σε συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας με 44 αποκαταστάσεις αμαλγάματος σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας, οι οποίες τοποθετήθηκαν μετά από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα στο ιατρείο ενός πεπειραμένου παιδοδοντιάτρου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το υλικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Dyract, σε συνδυασμό με τον παράγοντα Dyract-PSA Primer/Adhesive, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από τον επεμβαίνοντα οδοντίατρο ανά 6 μήνες και για διάστημα 3 χρόνων, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια. Επίσης, πραγματοποιήθηκε και ακτινογραφικός έλεγχος των αποκαταστάσεων ανά έτος, και οι ακτινογραφίες αξιολογήθηκαν από δύο άλλους ερευνητές. Μέσα στο διάστημα αυτό, όλες οι εμφράξεις ΟΤΣΡ που επανεξετάστηκαν ήταν κλινικά αποδεκτές, χωρίς να έχει παρουσιαστεί κάταγμα του υλικού ή δευτερογενής τερηδόνα. Ο ακτινογραφικός έλεγχος έδειξε μικρές ατέλειες, ενώ στο 14,3% των αποκαταστάσεων εμφανίστηκαν ακτινοδιαυγαστικές περιοχές στο όριο έμφραξης-δοντιού αυχενικά, που μάλλον αποδίδονται στη συγκέντρωση μεγάλης ποσότητας συγκολλητικού παράγοντα στο σημείο εκείνο. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι ΟΤΣΡ μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αποκαταστάσεις σε νεογιλά δόντια διάρκειας έως και 2 ετών και ότι χρειάζονται μεγαλύτερης διάρκειας έρευνες για να τεκμηριωθεί πλήρως η αποτελεσματικότητά τους.

 

Προοπτικές μελέτες

Η πρώτη προοπτική μελέτη που εξέτασε αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ σε νεογιλούς γομφίους ήταν η μελέτη των Peters και συν.[90]. Στη μελέτη αυτή, έλαβαν μέρος 55 παιδιά ηλικίας 7 ετών κατά μέσο όρο, στα οποία έγιναν 11 αποκαταστάσεις Ιης ομάδας (4 συντηρητικές και 7 τυπικές) και 80 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας (19 συντηρητικές και 61 τυπικές). Όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από 3 έμπειρους οδοντιάτρους, χωρίς απομονωτήρα και μετά από χορήγηση τοπικής αναισθησίας. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Dyract, σε συνδυασμό με τον παράγοντα Dyract-PSA Primer/Adhesive το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Η τοποθέτηση του υλικού έγινε σε στρώματα των 2 χιλιοστών. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από 2 ερευνητές για χρονικό διάστημα ενός έτους με άμεσο και έμμεσο τρόπο, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια και λήψη αποτυπωμάτων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανατομικότητα δεν ήταν κλινικά ιδανική (Α) σε καμία αποκατάσταση ενώ ήταν κλινικά αποδεκτή (Β) στο 98% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 58% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν 1% ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν μόλις 2% και για το λόγο αυτό οι συγγραφείς δεν έκαναν διαχωρισμό ανάμεσα σε αποκαταστάσεις Ιης και ΙΙης ομάδας ή ανάμεσα σε συντηρητικές ή τυπικές παρασκευές. Επίσης οι συγγραφείς τονίζουν τη σημασία διενέργειας μακρόχρονων μελετών για τη διαπίστωση της αποτελεσματικότητας του υλικού και εκφράζουν τον προβληματισμό τους για την έντονη αλλαγή της ανατομικότητας.

Η μελέτη των Andersson-Wenckert και συν.[91], ήταν μια πολυ-κεντρική μελέτη η οποία πραγματοποιήθηκε από 6 οδοντιάτρους της Δημόσιας Οδοντιατρικής Υγείας της πόλης Umeå της Σουηδίας, σε 79 παιδιά ηλικίας 5-12 ετών. Συνολικά, έγιναν 159 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας, εκ των οποίων οι 114 (72%) οφείλονταν σε πρωτογενείς τερηδονικές βλάβες ενώ οι 45 (28%) σε αντικατάσταση προηγούμενης αποτυχημένης έμφραξης. Η πλειοψηφία των αποκαταστάσεων (91%) ήταν συντηρητικές, χωρίς μασητική επέκταση της κοιλότητας και όλες πραγματοποιήθηκαν χωρίς χρήση απομονωτήρα. Σε ορισμένες κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2 ενώ το υλικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Dyract, σε συνδυασμό με τον παράγοντα Dyract-PSA Primer/Adhesive το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από δύο ερευνητές ανά έτος και για χρονικό διάστημα 2 ετών, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια ελαφρώς τροποποιημένα. Επίσης έγινε ακτινογραφικός έλεγχος στην αρχή και στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης. Το αθροιστικό ποσοστό αποτυχίας στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης ήταν 22%, με κυριότερο λόγο αποτυχίας την απώλεια της έμφραξης (12%) και την εμφάνιση δευτερογενούς τερηδόνας (5%). Οι συγγραφείς καταλήγουν τονίζοντας το υψηλό ποσοστό αποτυχίας (αν και εφάμιλλο με τα αντίστοιχα ποσοστά αποτυχίας άλλων εμφρακτικών υλικών) και τη μεγάλη διαφορά που παρατηρήθηκε ανάμεσα στους επεμβαίνοντες, στοιχείο το οποίο υποδηλώνει ευαισθησία στη τεχνική τοποθέτησης.

Η μελέτη των Hse και Wei(63), ήταν η πρώτη συγκριτική μελέτη που εξέτασε αποκαταστάσεις με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη σε σχέση με αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης. Ειδικότερα, σε 36 παιδιά ηλικίας 4-7 ετών, έγιναν 38 εμφράξεις Ιης και 21 εμφράξεις ΙΙης ομάδας από το κάθε υλικό, κατά ζεύγη και σε αντίθετο ημιμόριο του στόματος. Όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από έναν οδοντίατρο σε συντηρητικές κοιλότητες, έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα. Η όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Dyract, σε συνδυασμό με τον παράγοντα Dyract-PSA Primer/Adhesive το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις βαθιές κοιλότητες τοποθετήθηκε ουδέτερο στρώμα ρητινώδους τροποποιημένης υαλοϊονομερούς κονίας. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από δύο ερευνητές ανά εξάμηνο για διάστημα ενός έτους, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια με άμεσο και έμμεσο τρόπο (φωτογραφίες και εκμαγεία εποξικής ρητίνης). Στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης τα αποτελέσματα για τις αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ έδειξαν ότι η ανατομικότητα είχε διατηρηθεί κλινικά ιδανική (A) στο 93,2% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (A) στο 91,5% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν μηδενικό ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν 1,7%. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι οι αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ παρουσίασαν παρόμοιες κλινικές επιδόσεις σε σχέση με τις αποκαταστάσεις με σύνθετη ρητίνη με εξαίρεση την αποτριβή του υλικού (όπως αυτή προσδιορίστηκε εργαστηριακά) και ότι απαιτείται η διερεύνηση της συμπεριφοράς του υπό εξέταση υλικού σε μεγαλύτερης διάρκειας μελέτη.

Η μελέτη των Vulićević και συν.[92] ήταν μια συγκριτική μελέτη ανάμεσα σε 2 είδη ΟΤΣΡ, του Dyract σε συνδυασμό με τον παράγοντα Dyract-PSA Primer/Adhesive και του Luxat σε συνδυασμό με τον παράγοντα Solist. Ειδικότερα, σε 28 παιδιά ηλικίας 4-9 ετών πραγματοποιήθηκαν 30 εμφράξεις Ιης και ΙΙης ομάδας από το κάθε υλικό. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα ενός έτους ανά εξάμηνο, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια. Στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης, όλες οι αποκαταστάσεις και από τα δύο είδη ΟΤΣΡ παρουσίασαν κλινικά ιδανική (Α) ανατομικότητα (100%) και κλινικά ιδανική (Α) οριακή προσαρμογή (100%), ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν μηδενικό.

Η μελέτη των Roeters και συν.(1) βασίζεται στο υλικό της μελέτης των Peters και συν.(90) και παρουσιάζει τα αποτελέσματα έπειτα από 3 χρόνια παρακολούθησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος του διαστήματος αυτού επανεξετάστηκαν 28 παιδιά με 35 αποκαταστάσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανατομικότητα δεν ήταν κλινικά ιδανική (Α) σε καμία αποκατάσταση ενώ ήταν κλινικά αποδεκτή (Β) στο 100% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 89% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν 9% ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν μόλις 4%. Οι συγγραφείς παρατήρησαν ότι αν και η ανατομικότητα δεν επιδεινώθηκε από το πρώτο έως το τρίτο έτος του διαστήματος παρακολούθησης, λόγω της παρόμοιας φυσιολογικής αποτριβής των παρακείμενων υγιών οδοντικών ιστών, η χαμηλή απόδοση στο κριτήριο αυτό δε δημιούργησε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Από την άλλη πλευρά, η οριακή προσαρμογή βελτιώθηκε σημαντικά, πιθανότατα λόγω της αποτριβής του υλικού και των οδοντικών ιστών. Συμπερασματικά, οι κλινικές επιδόσεις του συγκεκριμένου υλικού (Dyract) το καθιστούν αξιόπιστο για την αποκατάσταση οπισθίων νεογιλών δοντιών.

Η μελέτη των Qvist και συν.[93], ήταν μια συγκριτική μελέτη που εξέτασε αποκαταστάσεις με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη (Dyract) σε σχέση με αποκαταστάσεις με τρία διαφορετικά σκευάσματα ρητινώδους τροποποιημένης υαλοϊονομερούς κονίας (Fuji II LC, Photac-Fil και Vitremer). Η μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε από 15 οδοντιάτρους της Δημόσιας Οδοντιατρικής Υγείας των επαρχιών Værløse και Hillerød της Δανίας κατά το χρονικό διάστημα 1994/95, σε 971 παιδιά ηλικίας 4-15 ετών. Συνολικά, έγιναν 1566 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας, με ή χωρίς χημική προετοιμασία της κοιλότητας πριν την τοποθέτηση του εμφρακτικού υλικού. Έπειτα από παρακολούθηση 3 ετών, βρέθηκε ότι το είδος του υλικού δεν είχε στατιστικά σημαντική επίδραση στο ποσοστό αποτυχίας σε αντίθεση με τη χημική προετοιμασία της κοιλότητας, η οποία επηρέασε σημαντικά τα αποτελέσματα (p=0.005). Ειδικότερα, το ποσοστό αποτυχίας με ή χωρίς χημική προετοιμασία της κοιλότητας για τις εμφράξεις με την όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη ήταν 6% και 17% αντίστοιχα. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι και τα τέσσερα υλικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αποκατάσταση των νεογιλών δοντιών και ότι η χημική προετοιμασία της κοιλότητας πριν την τοποθέτηση του εμφρακτικού υλικού μπορεί να βελτιώσει τη μακροβιότητα της αποκατάστασης.

Στη μελέτη των Papagiannoulis και συν.[94], έλαβαν μέρος 25 παιδιά ηλικίας 6-9 ετών, στα οποία πραγματοποιήθηκαν 68 αποκαταστάσεις σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας. Όλες οι αποκαταστάσεις έγιναν από 2 έμπειρους οδοντιάτρους σε πρωτογενείς τερηδονικές βλάβες, έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και με χρήση απομονωτήρα. Σε ορισμένες κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2 ενώ το υλικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Dyract, σε συνδυασμό με τον παράγοντα Dyract-PSA Primer/Adhesive το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Η τοποθέτηση και ο φωτοπολυμερισμός του υλικού έγινε σε 2 στρώματα, αρχικά στο κιβωτίδιο και στη συνέχεια στην υπόλοιπη κοιλότητα. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από 2 ερευνητές ανά εξάμηνο και για χρονικό διάστημα δύο ετών, με άμεσο και έμμεσο τρόπο δηλ. χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια και με λήψη αποτυπωμάτων και κατασκευή εκμαγείων ενώ έγινε και ακτινογραφικός έλεγχος. Στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης επανεξετάστηκαν συνολικά 55 αποκαταστάσεις και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ανατομικότητα ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 61% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 56% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν 6% ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν 10%. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι περιπτώσεις εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας εντοπίστηκαν στην αυχενική περιοχή των αποκαταστάσεων, η οποία παραμένει η «Αχίλλειος πτέρνα» και στις αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ. Συμπερασματικά πάντως, τα αποτελέσματα των κλινικών επιδόσεων του συγκεκριμένου υλικού σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας έπειτα από 2 χρόνια παρακολούθησης είναι ικανοποιητικά.

Στην μελέτη των Marks και συν.[95], εξετάστηκαν 53 συντηρητικές αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας με ΟΤΣΡ που τοποθετήθηκαν σε 52 παιδιά ηλικίας κατά μέσο όρο 6,9 ετών. Όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από 3 έμπειρους οδοντιάτρους, έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα και συγκρίθηκαν με 61 τυπικές αποκαταστάσεις με αμάλγαμα υψηλής περιεκτικότητας σε χαλκό. Η ΟΤΣΡ που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Dyract, σε συνδυασμό με τον παράγοντα Dyract-PSA Primer/Adhesive το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη μασητική επιφάνεια όλων των αποκαταστάσεων με ΟΤΣΡ τοποθετήθηκε sealant. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από 2 ερευνητές ανά εξάμηνο και για χρονικό διάστημα ενός έτους χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, ενώ τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης έγινε και ακτινογραφικός έλεγχος. Πάντως, οι συγγραφείς δεν αναφέρουν στα αποτελέσματα τις επιδόσεις των δύο υλικών σύμφωνα με τα USPHS κριτήρια, απλά αναφέρουν ότι εμφανίστηκε δευτερογενής τερηδόνα σε μία από τις 44 αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ που επανεξετάστηκαν στους 12 μήνες και ότι η οριακή προσαρμογή παρουσίασε βελτίωση σε σχέση με την αρχική και την ενδιάμεση (6 μηνών) αξιολόγηση, εύρημα το οποίο απέδωσαν στην απορρόφηση νερού και διαστολή του υλικού.

Στην μελέτη των Marks και συν.[96], εξετάστηκαν 30 συντηρητικές αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας με ΟΤΣΡ που έγιναν σε 30 παιδιά ηλικίας κατά μέσο όρο 6,7 ετών. Όλες οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από 3 έμπειρους οδοντιάτρους, έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα και συγκρίθηκαν με ίδιο αριθμό τυπικών αποκαταστάσεων με αμάλγαμα που είχαν γίνει στην άλλη πλευρά του στόματος από αυτήν που έγιναν οι ΟΤΣΡ. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Dyract, σε συνδυασμό με τον παράγοντα Dyract-PSA Primer/Adhesive το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη μασητική επιφάνεια όλων των αποκαταστάσεων με ΟΤΣΡ τοποθετήθηκε sealant. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από έναν ερευνητή ανά εξάμηνο και για χρονικό διάστημα 3 ετών χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, ενώ έγινε και ακτινογραφικός έλεγχος ανά 12 μήνες. Στα αποτελέσματα οι συγγραφείς αναφέρουν ότι εμφανίστηκε τερηδόνα σε μία από τις αποκαταστάσεις ΟΤΣΡ που επανεξετάστηκε στους 18 μήνες, ενώ κατά τον ακτινογραφικό έλεγχο παρατηρήθηκε ένας μεγάλος αριθμός ακτινοδιαυγαστικών περιοχών, οι οποίες όμως παρέμειναν σταθερές τόσο σε μέγεθος όσο και σε αριθμό, στοιχείο που οφείλεται πιθανότατα στην ύπαρξη φυσαλίδων στο υλικό. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι συγκριτικά με το αμάλγαμα οι αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ παρουσίασαν παρόμοιες επιδόσεις και ότι το συγκεκριμένο υλικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση περιορισμένων τερηδονικών βλαβών ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους.

Στη μελέτη των Welbury και συν.(71), εξετάστηκαν 31 αποκαταστάσεις Ιης ομάδας και 25 αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας με ΟΤΣΡ που έγιναν σε 29 παιδιά ηλικίας 4-9 ετών. Οι αποκαταστάσεις αυτές συγκρίθηκαν με τον ίδιο αριθμό και είδος αποκαταστάσεων με συμβατική υαλοϊονομερή κονία (Chem Fil Superior) που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Όλες οι εμφράξεις πραγματοποιήθηκαν σε συντηρητικές κοιλότητες από 2 επεμβαίνοντες, έπειτα από χορήγηση τοπικής (21 εμφράξεις) ή γενικής (35 εμφράξεις) αναισθησίας, χωρίς τη χρήση απομονωτήρα. Ειδικά για τις παρασκευές ΙΙης ομάδας έγινε λοξοτόμηση των ορίων της κοιλότητας. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τις αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ ήταν το Dyract, σε συνδυασμό με τον παράγοντα “Prime and Bond” 2.1 το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα 3 ετών ανά 6 μήνες από ένα άτομο χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης επανεξετάστηκαν μόλις 15 αποκαταστάσεις από το κάθε υλικό, εκ των οποίων οι 11 ήταν Ιης ομάδας. Τα αποτελέσματα για τις αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ έδειξαν ότι η ανατομικότητα ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 53% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 88% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό αποτυχίας ήταν 5,3% ενώ ο ΜΧΕ ήταν 42 μήνες. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι οι αποκαταστάσεις με το συγκεκριμένο υλικό ΟΤΣΡ παρουσίασαν καλύτερη κλινική συμπεριφορά ως προς όλες τις υπό εξέταση παραμέτρους συγκριτικά με τις αποκαταστάσεις με τη συμβατική υαλοϊονομερή κονία.

Η μελέτη των Marks και συν.(85) πραγματοποιήθηκε σε 43 παιδιά ηλικίας κατά μέσο όρο 6,6 ετών. Σε αυτή συγκρίθηκαν 52 αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ με 53 αποκαταστάσεις υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερούς κονίας (Ketac-Molar) που τοποθετήθηκαν σε συντηρητικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας οι οποίες είχαν διαγνωστεί ακτινογραφικά. Όλες οι αποκαταστάσεις έγιναν από έναν οδοντίατρο, με χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα. Το υλικό ΟΤΣΡ που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Dyract, σε συνδυασμό με τον παράγοντα “Prime and Bond” 2.1 το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Οι αποκαταστάσεις επανεξετάστηκαν μετά από 12 μήνες από δύο εξεταστές χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια, ενώ για τη διάγνωση δευτερογενούς τερηδόνας έγινε λήψη ακτινογραφιών μετά-πτερυγίου. Τα αποτελέσματα των αποκαταστάσεων με ΟΤΣΡ έδειξαν ότι το ποσοστό αποτυχίας λόγω κατάγματος ήταν 3,2% ενώ το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν 6,4%. Οι συγγραφείς καταλήγουν λέγοντας ότι λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος παρακολούθησης δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά την ανατομικότητα ή την οριακή προσαρμογή ανάμεσα στα δύο υπό εξέταση υλικά, αλλά ο χρόνος που απαιτείται για την εφαρμογή των αποκαταστάσεων με υψηλού ιξώδους υαλοϊνομερείς κονίες είναι σαφώς μεγαλύτερος από το χρόνο που απαιτείται για την εφαρμογή των αποκαταστάσεων με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη.

Στη μελέτη των Gross και συν.[97] έλαβαν μέρος 49 παιδιά ηλικίας 5-8 ετών και συγκρίθηκαν 2 διαφορετικά συστήματα ΟΤΣΡ, το Dyract και το Hytac. Ειδικότερα, πραγματοποιήθηκαν από δύο οδοντιάτρους 92 αποκαταστάσεις σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας και με τα δύο είδη ΟΤΣΡ, έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα. Το υλικά εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή και σε συνδυασμό με τους παράγοντες που παρέχονται για το κάθε υλικό, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Οι αποκαταστάσεις αξιολογήθηκαν από δύο εξεταστές για χρονικό διάστημα 2 ετών, χωρίς τη χρησιμοποίηση των USPHS κριτηρίων. Το συνολικό ποσοστό αποτυχίας των αποκαταστάσεων με Dyract ήταν 4% ενώ το συνολικό ποσοστό αποτυχίας των αποκαταστάσεων με Ηytac ήταν 7%, διαφορά που δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Οι συγγραφείς καταλήγοντας αναφέρουν ότι τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι και οι δύο τύποι ΟΤΣΡ μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους.

Η μελέτη των Attin και συν.(64) εξετάζει αποκαταστάσεις ΟΤΣΡ σε νεογιλούς γομφίους τις οποίες συγκρίνει με αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης. Ειδικότερα, σε 52 παιδιά ηλικίας 3,5 έως 10,5 ετών, πραγματοποιήθηκαν από 3 επεμβαίνοντες οδοντίατρους 94 αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ και 96 αποκαταστάσεις με σύνθετη ρητίνη ΙΙης ομάδας έπειτα από χορήγηση τοπικής αναισθησίας αλλά χωρίς χρήση απομονωτήρα. Όλες οι κοιλότητες ήταν τυπικές ΙΙης ομάδας, αλλά εκτός από αυτές που προήλθαν από πρωτογενή τερηδονική βλάβη, συμπεριλήφθηκαν και κοιλότητες που προήλθαν από αντικατάσταση προηγούμενης αποτυχημένης έμφραξης. Σε όλες τις βαθιές κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2 ενώ ο συγγραφέας αναφέρει ότι σε κάποια δόντια χρειάστηκε να γίνει πολφοτομή λόγω αποκάλυψης του πολφού κατά την αφαίρεση της τερηδόνας. Στα δόντια αυτά τοποθετήθηκε οξυφωσφορική κονία στον πολφικό θάλαμο. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τις αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ ήταν το Compoglass, σε συνδυασμό με τον παράγοντα SCA, το οποίο τοποθετήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή, χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από έναν ερευνητή ανά εξάμηνο για διάστημα 3 χρόνων, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια με άμεσο και έμμεσο τρόπο – εκμαγεία εποξικής ρητίνης. Στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης αξιολογήθηκαν 46 από τις αρχικές 96 αποκαταστάσεις από το κάθε υλικό και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τις αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ η ανατομικότητα είχε διατηρηθεί κλινικά ιδανική (A) στο 83% των αποκαταστάσεων, η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική (A) στο 74% των αποκαταστάσεων, το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν 11% ενώ το συνολικό ποσοστό επιβίωσης για το χρονικό διάστημα των 3 χρόνων ήταν 79,5%. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι οι αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ παρουσίασαν παρόμοια ποσοστά επιτυχίας σε σχέση με τις αποκαταστάσεις με σύνθετη ρητίνη και ότι και τα δύο υλικά είναι κατάλληλα για αποκαταστάσεις σε νεογιλούς γομφίους.

Η μελέτη των Duggal και συν.(42), συνέκρινε επίσης αποκαταστάσεις Όξινης Τροποποιημένης Σύνθετης Ρητίνης (Dyract) με αποκαταστάσεις αμαλγάματος (Contour) σε νεογιλούς γομφίους. Πιο ειδικά, τοποθετήθηκαν 78 ζεύγη αποκαταστάσεων ΙΙης ομάδας σε παιδιά ηλικίας 4-7 ετών, εκ των οποίων οι 38 έγιναν ιδιωτικά από γενικό οδοντίατρο και οι υπόλοιπες στο παιδοδοντιατρικό τμήμα της Οδοντιατρικής σχολής του Leeds. Οι οδοντίατροι που έλαβαν μέρος στη μελέτη καλιμπραρίστηκαν όσον αφορά τη διάγνωση της τερηδονικής βλάβης (μέσω ακτινογραφιών), την τοποθέτηση των αποκαταστάσεων και της επαναξιολόγησής τους. Σε όλες τις περιπτώσεις χορηγήθηκε τοπική αναισθησία ενώ δεν χρησιμοποιήθηκε απομονωτήρας. Οι κοιλότητες ήταν συντηρητικές για τις αποκαταστάσεις με Όξινη Τροποποιημένη Σύνθετη Ρητίνη (ΟΤΣΡ) και τυπικές για τις αποκαταστάσεις αμαλγάματος. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια ανά εξάμηνο και για διάστημα δύο ετών, στο τέλος του οποίου 60 ζεύγη αποκαταστάσεων ήταν διαθέσιμα για την τελική αξιολόγηση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σε καμμία από τις υπό εξέταση παραμέτρους δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στις αποκαταστάσεις που τοποθετήθηκαν από τον γενικό οδοντίατρο σε σχέση με τις αποκαταστάσεις που τοποθετήθηκαν στο παιδοδοντιατρικό τμήμα της Οδοντιατρικής σχολής του Leeds. Τα ποσοστά αποτυχίας (απώλεια της έμφραξης) ήταν παρόμοια ανάμεσα στα δύο υλικά χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά - όπως επίσης και για τις υπόλοιπες παραμέτρους που εξετάστηκαν - με εξαίρεση την οριακή προσαρμογή όπου οι αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ είχαν στατιστικά σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα απ’ ότι οι αποκαταστάσεις αμαλγάματος. Πιο ειδικά, για τις αποκαταστάσεις ΟΤΣΡ οι ερευνητές βρήκαν κλινικά ιδανική ανατομικότητα (Α) στο 71,6% των αποκαταστάσεων, κλινικά ιδανική οριακή προσαρμογή (Α) στο 81,6% των αποκαταστάσεων ενώ το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας ήταν 10%. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι ΟΤΣΡ μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικό υλικό του αμαλγάματος για τις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους ακόμα και από γενικούς οδοντιάτρους.

Η μελέτη των Kavvadia και συν.(43), συνέκρινε αποκαταστάσεις Όξινης Τροποποιημένης Σύνθετης Ρητίνης (F2000) με αποκαταστάσεις αμαλγάματος (Dispersalloy) σε κοιλότητες ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους. Πιο ειδικά, τοποθετήθηκαν 75 ζεύγη αποκαταστάσεων σε παιδιά ηλικίας 6-9 ετών, από δύο καλιμπραρισμένους παιδοδοντιάτρους σε ιδιωτικά ιατρεία. Σε όλες τις περιπτώσεις χορηγήθηκε τοπική αναισθησία και χρησιμοποιήθηκε απομονωτήρας ενώ οι κοιλότητες ήταν τυπικές και για τα δύο είδη αποκαταστάσεων. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από δύο ανεξάρτητους παιδοδοντίατρους κλινικά, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια ανά εξάμηνο και για διάστημα δύο ετών, ακτινογραφικά ανά έτος όπως επίσης και με αντίγραφα εποξικής ρητίνης και εξέταση σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης 57 ζεύγη αποκαταστάσεων ήταν διαθέσιμα για την τελική αξιολόγηση. Τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο υλικά στις παραμέτρους ανατομικότητα και οριακή προσαρμογή. Πιο ειδικά, για τις αποκαταστάσεις ΟΤΣΡ οι ερευνητές βρήκαν κλινικά ιδανική ανατομικότητα (Α) στο 54% των αποκαταστάσεων και κλινικά ιδανική οριακή προσαρμογή (Α) στο 53% των αποκαταστάσεων. Όλες οι υπόλοιπες παράμετροι που εξετάστηκαν έδειξαν παρόμοια αποτελέσματα. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση υλικό ΟΤΣΡ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους εφ’ όσον δεν αυξάνει τον κίνδυνο αποτυχίας ή εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας.

Η μελέτη των Qvist και συν.[98] αποτελεί τη συνέχεια της μελέτης των ίδιων του 1998, έπειτα από 7 χρόνια παρακολούθησης. Στο τέλος του διαστήματος αυτού, μόλις το 1% των αποκαταστάσεων παρέμεναν in situ ενώ το συνολικό ποσοστό αποτυχίας ανήλθε στο 18%. Οι συγγραφείς έκαναν μια πολυπαραγοντική ανάλυση επιβίωσης η οποία έδειξε ότι το είδος του υλικού όπως και η χημική επεξεργασία της κοιλότητας πριν την τοποθέτηση του εμφρακτικού υλικού επηρέασε την μακροβιότητα της αποκατάστασης. Πιο ειδικά, η ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία Vitremer όπως και η όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη Dyract εμφάνισε υψηλά ποσοστά επιτυχίας σε σχέση με τα δύο άλλα υπό εξέταση υλικά, παρόμοια με αυτά που παρουσίασαν οι αποκαταστάσεις αμαλγάματος σε μια άλλη μελέτη που παρουσίασαν οι ίδιοι συγγραφείς(33). Επίσης, τα συγκεκριμένα υλικά επηρεάστηκαν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό θετικά από τη χημική προετοιμασία της κοιλότητας πριν την τοποθέτηση της έμφραξης. Οι συγγραφείς καταλήγουν πάντως στο συμπέρασμα ότι όλα τα υπό εξέταση υλικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας σε νεογιλούς γομφίους αφού ο Μέσος Χρόνος Επιβίωσης ξεπέρασε τα 5 χρόνια.

Η μελέτη των Turgut[99] και συν δημοσιεύτηκε επίσης την ίδια χρονιά και εξέτασε την κλινική συμπεριφορά των όξινων τροποποιημένων συνθέτων ρητινών κάτω από διαφορετικές συνθήκες χημικής επεξεργασίας των κοιλοτήτων. Πιο ειδικά, σε 27 παιδιά ηλικίας 5-8 ετών τα οποία είχαν τουλάχιστον από 3 τερηδονικές βλάβες, πραγματοποιήθηκαν 81 εμφράξεις με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη (44 σε πρώτους και 37 σε δεύτερους νεογιλούς γομφίους) από δύο επεμβαίνοντες οδοντιάτρους που είχαν προηγουμένως καλιμπραριστεί. Όλες οι κοιλότητες ήταν συντηρητικές ΙΙης ομάδας και δεν χρησιμοποιήθηκε απομονωτήρας ή ουδέτερο στρώμα. Συνολικά έγιναν 3 ομάδες παρακολούθησης, ανάλογα με τη μέθοδο χημικής προετοιμασίας της κοιλότητας, η κάθε μία από τις οποίες αποτελούταν από 21 εμφράξεις. Έτσι, στην ομάδα Ι έγινε αρχικά αδροποίηση με φωσφορικό οξύ 36% για 30 δευτερόλεπτα, στη συνέχεια εφαρμόστηκε ο παράγοντας Prime & Bond NT σε υγρή επιφάνεια του δοντιού και στη συνέχεια τοποθετήθηκε το σκεύασμα Dyract AP, το οποίο πολυμερίστηκε ανά 2 χιλιοστά πάχους στρώματος για 40 δευτερόλεπτα. Στην ομάδα ΙΙ, αντί της αδροποίησης με το φωσφορικό οξύ εφαρμόστηκε ο παράγοντας NRC ο οποίος δεν ξεπλένεται αλλά μετά από 20 δευτερόλεπτα στεγνώνεται με αέρα και στη συνέχεια πολυμερίζεται ταυτόχρονα με τον συγκολλητικό παράγοντα – τα υπόλοιπα στάδια ήταν όπως στην ομάδα Ι .Στην ομάδα ΙΙΙ δεν έγινε καμία προετοιμασία της κοιλότητας, απλά τοποθετήθηκαν ο παράγοντας Prime & Bond NT και το σκεύασμα Dyract AP. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από δύο ερευνητές ανά εξάμηνο και για διάστημα 18 μηνών, χρησιμοποιώντας τα τροποποιημένα κριτήρια του Ryge(6). Σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν υπήρχε καμία στατιστική σημαντικά διαφορά ανάμεσα στις τρεις ομάδες για όλες τις παραμέτρους που εξετάστηκαν – ανατομικότητα, οριακή προσαρμογή, ύπαρξη δευτερογενούς τερηδόνας, επιφανειακή υφή κλπ. Πιο ειδικά, η ανατομικότητα ήταν κλινικά ιδανική (Α) στο 95% των αποκαταστάσεων της ομάδας Ι, στο 86% της ομάδας ΙΙ και στο 78% της ομάδας ΙΙΙ. Όσον αφορά την οριακή προσαρμογή, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 42% για την ομάδα Ι, 17% για την ομάδα ΙΙ και 33% για την ομάδα ΙΙΙ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πιο συχνός λόγος αποτυχίας ήταν η απώλεια της έμφραξης, η οποία στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης ήταν 12,5% για την Ομάδα Ι, 42% για την ομάδα ΙΙ και 25% για την ομάδα ΙΙΙ, διαφορά η οποία δεν θεωρείται στατιστικά σημαντική. Οι συγγραφείς αποδίδουν τα τόσο υψηλά ποσοστά απώλειας όπως επίσης και τα αυξημένα ποσοστά αποχρωματισμού στα όρια της έμφραξης σε σχέση με παρόμοιες μελέτες στο σχήμα της κοιλότητας (συντηρητική παρασκευή) καθώς επίσης και στη μη χρησιμοποίηση απομονωτήρα. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, η χημική προετοιμασία της κοιλότητας δεν έχει καμία επίδραση στην επιτυχία των αποκαταστάσεων με το συγκεκριμένο σκεύασμα όξινης τροποποιημένης σύνθετης ρητίνης αν και απαιτούνται πιο μακρόχρονες μελέτες για να επιβεβαιώσουν το συμπέρασμα αυτό.

Η μελέτη των Pascon και συν.(65), χρησιμοποίησε τη σύνθετη ρητίνη ως υλικό ελέγχου για την εξέταση δύο υλικών ΟΤΣΡ. Πιο ειδικά, σε 30 παιδιά ηλικίας 4-9 ετών, πραγματοποιήθηκαν 27 αποκαταστάσεις (18 Iης και 9 ΙΙης ομάδας) με σύνθετη ρητίνη Heliomolar RO, 30 αποκαταστάσεις (21 Ιης και 9 ΙΙης ομάδας) με το πρώτο σκεύασμα ΟΤΣΡ (F2000) και 22 αποκαταστάσεις (14 Ιης και 8 ΙΙης ομάδας) με το δεύτερο σκεύασμα ΟΤΣΡ (Dyract AP). Όλες οι εμφράξεις πραγματοποιήθηκαν από 2 επεμβαίνοντες σε τυπικές κοιλότητες ΙΙης ομάδας, μετά από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και με χρήση απομονωτήρα. Όσον αφορά το Dyract, χρησιμοποιήθηκε ο παράγοντας Νon Rinse conditioner πριν την εφαρμογή του συγκολλητικού παράγοντα και ο ταυτόχρονος φωτοπολυμερισμός τους. Για τα άλλα δύο υπό εξέταση υλικά, αρχικά έγινε αδροποίηση με φωσφορικό οξύ και στη συνέχεια τοποθετήθηκε ο συγκολλητικός παράγοντας. Σε όλες τις αποκαταστάσεις ο συγκολλητικός παράγοντας εφαρμόστηκε δύο φορές και η τοποθέτηση των υλικών έγινε κατά στρώματα, με μέγιστο πάχος 2-3 χιλιοστών. Η αξιολόγηση των αποκαταστάσεων έγινε από τρεις ερευνητές ανά εξάμηνο και για διάστημα 2 χρόνων, χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακτινογραφικός έλεγχος έγινε μόνο αρχικά, για την επιβεβαίωση και έκταση της τερηδονικής βλάβης. Στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης εξετάστηκαν 16 αποκαταστάσεις Dyract, 22 αποκαταστάσεις F2000 και 22 αποκαταστάσεις Heliomolar RO. Τα αποτελέσματα για τις εμφράξεις με το πρώτο σκεύασμα ΟΤΣΡ (F2000) έδειξαν ότι η οριακή προσαρμογή ήταν κλινικά ιδανική και αποδεκτή (Α+Β) στο 73% των αποκαταστάσεων, η ανατομικότητα ήταν επίσης κλινικά ιδανική και αποδεκτή στο 73% των αποκαταστάσεων ενώ δευτερογενής τερηδόνα εμφανίστηκε στο 27% των αποκαταστάσεων. Για τις εμφράξεις με το δεύτερο σκεύασμα ΟΤΣΡ (Dyract), τα αποτελέσματα της οριακής προσαρμογής ήταν 69% (Α+Β), της ανατομικότητας επίσης 69% (Α+Β) ενώ εμφάνιση δευτερογενούς τερηδόνας παρουσιάστηκε στο 31% των αποκαταστάσεων. Αν και η σύνθετη ρητίνη που χρησιμοποιήθηκε σε αυτή τη μελέτη παρουσίασε χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας σε σχέση με τα άλλα δύο υπό εξέταση υλικά, οι διαφορές τους στο τέλος της περιόδου παρακολούθησης δεν ήταν στατιστικά σημαντικές. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα υλικά ΟΤΣΡ που εξετάστηκαν θα πρέπει να προτιμούνται για την αποκατάσταση νεογιλών γομφίων σε σχέση με το σκεύασμα της σύνθετης ρητίνης Heliomolar RO.

Η μελέτη των Sοncini και συν.(41), χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία της New England Children’s Amalgam Trial (NECAT) για να συγκρίνει τη διάρκεια των αποκαταστάσεων αμαλγάματος και Όξινης Τροποποιημένης Σύνθετης Ρητίνης (ΟΤΣΡ) σε νεογιλούς γομφίους μέσω του ρυθμού αντικατάστασής τους. Πιο ειδικά, δύο τυποποιημένες ελεγχόμενες κλινικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα στις ΗΠΑ[100] και στην Πορτογαλία[101] εξέτασαν την τυχόν επίδραση του αμαλγάματος στην νευροψυχολογία και στη λειτουργία των νεφρών σε παιδιά ηλικίας 6-10 ετών. Στη μελέτη που έγινε στις ΗΠΑ, τοποθετήθηκαν 954 εμφράξεις αμαλγάματος (Dispersalloy) και 1088 εμφράξεις ΟΤΣΡ (Dyract) σε 461 παιδιά από 4 συνολικά οδοντιάτρους που ακολούθησαν τις οδηγίες του NECAT πρωτοκόλλου (Children’s Amalgam Trial Study Group, 2003) και οι οποίες παρακολουθήθηκαν ανά εξάμηνο για χρονικό διάστημα 5 ετών. Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι όλες οι τερηδονικές βλάβες ήταν μασητικές και το 36% ήταν μικρές (αποκατάσταση του ¼ της επιφάνειας του δοντιού ή μικρότερης), το 51% μεσαίες (ανάμεσα στο ¼ με ½ της επιφάνειας) και το 13% μεγάλες (αποκατάσταση περισσότερο από το ½ της επιφάνειας). Δεν αναφέρεται αν έγινε χορήγηση τοπικής αναισθησίας αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων τοποθετήθηκε απομονωτήρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αποκαταστάσεις με ΟΤΣΡ έγιναν μετά την αδροποίηση της επιφάνειας για 30s με φωσφορικό οξύ και την εφαρμογή συγκολλητικού παράγοντα. Το ποσοστό αντικατάστασης των αποκαταστάσεων ΟΤΣΡ (5,8%) ήταν υψηλότερο από το αντίστοιχο των αποκαταστάσεων αμαλγάματος (4%) αν και όχι σε στατιστικά σημαντικό βαθμό. Ο κυριότερος λόγος αντικατάστασης των εμφράξεων ΟΤΣΡ ήταν η παρουσία δευτερογενούς τερηδόνας ενώ για τις εμφράξεις αμαλγάματος η εμφάνιση νέας τερηδονικής βλάβης (σε άλλη επιφάνεια). Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι αν και η διαφορά μεταξύ των δύο υλικών δεν ήταν στατιστικά σημαντική, η αυξητική τάση που παρατηρήθηκε στις καμπύλες ανάλυσης της επιβίωσης των αποκαταστάσεων ΟΤΣΡ σε συνδυασμό με την αυξημένο ρυθμό επιδιόρθωσής τους θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά σημαντική σε μεγαλύτερο χρόνο παρακολούθησης.

Η μελέτη των Daou και συν.(88) εξέτασε 3 διαφορετικά αισθητικά υλικά σε νεογιλούς γομφίους και τα συνέκρινε με εμφράξεις αμαλγάματος σε παιδιά με υψηλή τερηδονογόνο δραστηριότητα. Πιο ειδικά, σε παιδιά ηλικίας 6-8 ετών πραγματοποιήθηκαν 37 αποκαταστάσεις με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία (16 Ιης και 21 ΙΙης ομάδας), 35 αποκαταστάσεις με υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερή κονία (21 Ιης και 14 ΙΙης ομάδας) 39 αποκαταστάσεις με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη (21 Ιης και 18 ΙΙης ομάδας) και 38 αποκαταστάσεις αμαλγάματος (25 Ιης και 13 ΙΙης ομάδας). Τα σκευάσματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν τα Fuji II LC, Fuji IX, Dyract AP και Permite C αντίστοιχα. Οι αποκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν από 5 παιδοδοντιάτρους μετά από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και χρήση απομονωτήρα και με εξαίρεση τις εμφράξεις αμαλγάματος όλες οι υπόλοιπες παρασκευές ήταν συντηρητικές. Σε όλες τις βαθιές κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2 ενώ σε όλα τα υλικά ακολουθήθηκαν αυστηρά οι οδηγίες των κατασκευαστών όσον αφορά την χημική επεξεργασία των κοιλοτήτων πριν την τοποθέτηση των αποκαταστάσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικά για τις αποκαταστάσεις με την όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη δεν χρησιμοποιήθηκε αδροποίηση αλλά ο παράγοντας NRC o οποίος δεν ξεπλένεται ενώ ο παράγοντας Primer/Adhesive εφαρμόστηκε δύο φορές. Η αξιολόγηση έγινε από 2 ανεξάρτητους εξεταστές ανά εξάμηνο για 2 χρόνια χρησιμοποιώντας τα USPHS κριτήρια ενώ έγινε και λήψη αποτυπωμάτων κατά την τοποθέτηση των αποκαταστάσεων και στο τέλος του διαστήματος παρακολούθησης. Στα αποτελέσματα, η μόνη στατιστικά σημαντική διαφορά αφορούσε στον αποχρωματισμό των ορίων της κοιλότητας ανάμεσα στις αποκαταστάσεις αμαλγάματος και όξινης τροποποιημένης σύνθετης ρητίνης, ενώ σε γενικές γραμμές και τα τρία αισθητικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν παρουσίασαν μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας στις εμφράξεις ΙΙης ομάδας σε σχέση με τις αντίστοιχες Ιης ομάδας. Πάντως, οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία Fuji II LC συγκεντρώνει τα καλύτερα αποτελέσματα και συστήνουν τη χρησιμοποίησή της σε παιδιά με υψηλή τερηδονική δραστηριότητα.

Η μελέτη των Qvist και συν.(89) αναφέρεται στα αποτελέσματα των προηγούμενων τριών μελετών των ίδιων συγγραφέων(34,83,98) και τα συνδυάζει με τα αποτελέσματα μιας νέας μελέτης, της οποίας η μεθοδολογία μοιάζει κατά πολύ με τις προηγούμενες τρεις αλλά εδώ οι οδοντίατροι επιλέγουν οι ίδιοι το υλικό που θα χρησιμοποιήσουν για τις αποκαταστάσεις. Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν συνολικά 9 οδοντίατροι που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Δανίας οι οποίοι τοποθέτησαν σε 307 παιδιά ηλικίας 2,6-15,3 ετών 419 εμφράξεις με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη (Dyract AP και Compoglass) και μόλις 57 εμφράξεις υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερούς κονίας (Ketac-Molar) σε μικρές και συντηρητικές κοιλότητες κυρίως ΙΙης ομάδας. Η πλειοψηφία των οδοντιάτρων (7) επέλεξε το Dyract ΑΡ ως υλικό αποκατάστασης, ένας μόνο επέλεξε το Ketac-Molar ενώ ο ένατος χρησιμοποίησε και τα δύο υλικά. Οι επεμβαίνοντες δεν χρησιμοποίησαν απομονωτήρα, τοποθέτησαν σε ορισμένες βαθιές κοιλότητες ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2 ενώ έκαναν χημική επεξεργασία σε όλες τις κοιλότητες στις οποίες τοποθετήθηκε η όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες από τις αποκαταστάσεις αφορούσαν αντικατάσταση υπάρχουσας έμφραξης ενώ το 88% αφορούσαν πρωτογενείς τερηδονικές βλάβες. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για διάστημα 5 ετών ανά 4-16 μήνες, ανάλογα με το εξατομικευμένο προληπτικό πρόγραμμα των παιδιών. Στο τέλος του διαστήματος αυτού, το 1/5 των αποκαταστάσεων με την όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη είχαν αποτύχει και οι κυριότεροι λόγοι ήταν η απώλεια της έμφραξης και η εμφάνιση δευτερογενούς τερηδόνας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αποτυχίας των δύο νέων σκευασμάτων όξινης τροποποιημένης σύνθετης ρητίνης ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα απ’ ότι το σκεύασμα που είχε χρησιμοποιηθεί στις προηγούμενες μελέτες ενώ και τα ποσοστά επιβίωσης ήταν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα γεγονός το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τους κατασκευαστές που διαβεβαιώνουν για τις βελτιωμένες ιδιότητες των νεώτερων υλικών τους αλλά συνήθως στηρίζονται σε εργαστηριακά τεστ και όχι σε πραγματικές κλινικές συνθήκες.

Η μελέτη των dos Santos και συν.(66), είναι η πιο πρόσφατη τυχαιοποιημένη προοπτική μελέτη η οποία συνέκρινε αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης (TPH Spectrum), ρητινώδους τροποποιημένης υαλοïονομερούς κονίας (Vitremer) και όξινης τροποποιημένης σύνθετης ρητίνης (Freedom). Πιο ειδικά, σε 48 παιδιά ηλικίας 3-9 ετών, μετά από χορήγηση τοπικής αναισθησίας και εφαρμογή απομονωτήρα έγιναν από δύο έμπειρους παιδοδοντίατρους 44 εμφράξεις σύνθετης ρητίνης (30 Ιης και 14 ΙΙης ομάδας), 46 εμφράξεις Ρ.Τ.Υ.Κ. (33 Ιης και 13 ΙΙης ομάδας) και 51 εμφράξεις Ο.Τ.Σ.Ρ. (36 Ιης και 15 ΙΙης ομάδας). Όλες οι αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας ήταν αυστηρά συντηρητικές (box only) ενώ σε όλες τις κοιλότητες έγινε λοξοτόμηση σε όλες τις επιφάνειες εκτός του αυχενικού ορίου. Σε ορισμένες βαθιές κοιλότητες τοποθετήθηκε ταχύπηκτο σκεύασμα Ca(OH)2. Οι αποκαταστάσεις παρακολουθήθηκαν για 4 χρόνια ανά 12 μήνες από δύο καλιμπραρισμένους εξεταστές και ταυτόχρονα έγινε και καταγραφή του δείκτη πλάκας. Στα αποτελέσματα βρέθηκε ότι το ποσοστό επιβίωσης ήταν 79,6% για τις αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης, 73,9% για τις αποκαταστάσεις Ρ.Τ.Υ.Κ και 83,4% για τις αποκαταστάσεις Ο.Τ.Σ.Ρ. ενώ το ποσοστό αποτυχίας ήταν 35,5%, 38,7% και 25,8% αντίστοιχα, τα οποία δεν είχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές και για το λόγο αυτό οι συγγραφείς προτείνουν την χρησιμοποίηση όλων των παραπάνω υλικών για το συγκεκριμένο διάστημα. Πάντως, η ίδια μελέτη έδειξε ότι οι αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης σε στατιστικά σημαντικό βαθμό για όλα τα υλικά σε σχέση με τις αποκαταστάσεις Ιης ομάδας.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Όσον αφορά τις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας αμαλγάματος σε νεογιλούς γομφίους η διάρκειά τους κυμαίνεται από 3,5 χρόνια αλλά ενδεχομένως και περισσότερο από 7 χρόνια με το κυριότερο πρόβλημα να εντοπίζεται στην οριακή προσαρμογή. Έχοντας σα δεδομένο τον περιορισμένο χρόνο ζωής των νεογιλών δοντιών, φαίνεται ότι το αμάλγαμα είναι υλικό επιλογής για την αποκατάσταση τερηδονισμένων νεογιλών γομφίων. Παρ’ όλ’ αυτά, η μελλοντική χρήση του αμαλγάματος στα παιδιά φαίνεται ότι θα επηρεαστεί όχι τόσο πολύ από την αποτελεσματικότητά του, όσο από τις αντιδράσεις των ασθενών σχετικά με την αισθητική του και την ανησυχία του κοινού σχετικά με την ασφάλειά του και την τοξικότητά του.

Τα αποτελέσματα των μελετών που εξέτασαν αποκαταστάσεις με σύνθετη ρητίνη σε νεογιλά δόντια έδειξαν ότι το υλικό αυτό είχε καλά αποτελέσματα όσον αφορά την ανατομικότητα και την οριακή προσαρμογή αλλά παρουσίασε υψηλά ποσοστά αποτυχίας και εμφάνισης δευτερογενούς τερηδόνας – στις παλαιότερες μελέτες. Σε συγκριτικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν βρέθηκε ότι μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας σημειώθηκαν στις εξής περιπτώσεις:

  1. Όταν χρησιμοποιήθηκε χημικά πολυμεριζόμενη σύνθετη ρητίνη συγκριτικά με φωτοπολυμεριζόμενη(60)
  2. Σε αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας συγκριτικά με αποκαταστάσεις Ιης ομάδας(28)
  3. Σε συντηρητικές παρασκευές κοιλοτήτων συγκριτικά με τυπικές παρασκευές(62)
  4. Όταν δεν χρησιμοποιήθηκε συγκολλητικός παράγοντας(48)

Το μεγαλύτερο πρόβλημα των αποκαταστάσεων με σύνθετη ρητίνη εντοπίζεται στην αυχενική περιοχή και αφορά την ελλιπή προσαρμογή του υλικού με τα τοιχώματα του δοντιού λόγω της αδυναμίας συμπύκνωσης του υλικού στην κοιλότητα, στον ανεπαρκή πολυμερισμό και κυρίως στη συστολή πολυμερισμού που χαρακτηρίζει τις σύνθετες ρητίνες. Επίσης, οι περισσότερες από τις μελέτες αυτές πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1980, εποχή που στο εμπόριο κυκλοφορούσαν οι παλαιότεροι τύποι συνθέτων ρητινών και οι συγκολλητικοί παράγοντες δεύτερης και τρίτης γενιάς οι οποίοι δεν περιόριζαν ικανοποιητικά τη μικροδιείσδυση, παράγοντας που επίσης μπορεί να ενοχοποιείται για την εμφάνιση των βλαβών αυτών στην αυχενική περιοχή. Η πλειοψηφία των νεότερων μελετών εμφανίζει καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά τα ποσοστά αποτυχίας και την εμφάνιση δευτερογενούς τερηδόνας.

Οι περισσότερες από τις μελέτες που εξετάζουν αποκαταστάσεις με συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες πραγματοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών έδειξαν ότι τόσο η ανατομικότητα όσο και η οριακή προσαρμογή παρουσίαζαν σημαντική επιδείνωση με την πάροδο των χρόνων ενώ το ποσοστό αποτυχίας αυξανόταν σημαντικά. Όσον αφορά τις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας, η αντοχή των υλικών αυτών φαίνεται να επηρεάζεται σημαντικά από τον τύπο παρασκευής της κοιλότητας. Έτσι, οι τυπικές παρασκευές παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας απ’ ότι οι συντηρητικές παρασκευές (χωρίς μασητική προέκταση της κοιλότητας), πιθανότατα λόγω των αυξημένων δυνάμεων που ασκούνται στις αποκαταστάσεις και στις ανεπαρκείς μηχανικές ιδιότητες των υλικών αυτών. Οι περισσότερες μελέτες λοιπόν, συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι οι συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το αμάλγαμα ως εναλλακτικό υλικό επιλογής για την αποκατάσταση της τερηδόνας σε νεογιλούς γομφίους και κυρίως για αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας. Τα αποτελέσματα ορισμένων μελετών που εξέτασαν αποκαταστάσεις με κεραμομεταλλικές κονίες ήταν ακόμη πιο απογοητευτικά απ’ ότι με τις συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες. Ειδικά στις αποκαταστάσεις ΙΙης ομάδας, τα υλικά αυτά παρουσίασαν πολύ υψηλό ποσοστό αποτυχίας, κυρίως λόγω κατάγματος της έμφραξης στον ισθμό και ακόμα μεγαλύτερο στις παρασκευές τύπου tunnel. Σε γενικές γραμμές, τα υλικά αυτά δεν ενδείκνυνται για την αποκατάσταση της τερηδόνας σε νεογιλούς γομφίους.

Αντίθετα, οι μελέτες που εξετάζουν την αποτελεσματικότητα των αποκαταστάσεων με ρητινώδη τροποποιημένη υαλοϊονομερή κονία παρουσιάζουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Σε γενικές γραμμές παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά αποτυχίας σε σχέση με τις συμβατικές και τις κεραμομεταλλικές υαλοϊονομερείς κονίες, ενώ παρουσιάζουν παρόμοια αποτελέσματα συγκριτικά με αποκαταστάσεις αμαλγάματος. Αν και τα υλικά αυτά θεωρούνται από κάποιους ερευνητές ως η εναλλακτική λύση έναντι του αμαλγάματος και της σύνθετης ρητίνης για την αποκατάσταση της τερηδόνας στους νεογιλούς γομφίους θα πρέπει να γίνουν και άλλες κλινικές μελέτες μεγαλύτερης διάρκειας που να πιστοποιούν πλήρως την αποτελεσματικότητα τους. Το ίδιο ισχύει και για τις υψηλού ιξώδους υαλοϊονομερείς κονίες, οι οποίες αν και έχουν χρησιμοποιηθεί σε αρκετές μελέτες που εξετάζουν την τεχνική ART, ο αριθμός των κλινικών μελετών που έχουν δημοσιευτεί μέχρι σήμερα είναι ανεπαρκής για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους αν και φαίνεται να παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τις συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες.

Η αποτελεσματικότητα των αποκαταστάσεων με όξινη τροποποιημένη σύνθετη ρητίνη έχει διερευνηθεί από ένα σχετικά μεγάλο αριθμό μελετών και τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα είναι θετικά. Σε γενικές γραμμές, τα υλικά αυτά παρουσιάζουν χαμηλά ποσοστά αποτυχίας και δευτερογενούς τερηδόνας ενώ βρέθηκε ότι αν και σχετικά με την ανατομικότητα και την οριακή προσαρμογή τα υλικά αυτά έχουν χαμηλές επιδόσεις στις πρώτες επανεξετάσεις, αυτές βελτιώνονται με την πάροδο του διαστήματος παρακολούθησης πιθανότατα λόγω της φυσιολογικής αποτριβής των νεογιλών δοντιών που είναι σχεδόν παρόμοια με αυτή του συγκεκριμένου υλικού. Επίσης, όταν εξετάστηκε η επίδραση της παρασκευής της κοιλότητας στην επιτυχία της αποκατάστασης και συγκρίθηκαν συντηρητικές και τυπικές παρασκευές κοιλοτήτων ΙΙης ομάδας, βρέθηκε ότι το είδος της παρασκευής δεν επηρεάζει σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο τα αποτελέσματα. Πάντως, η παρασκευή των κοιλοτήτων ΙΙης ομάδας στις περισσότερες μελέτες είναι συντηρητικές. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις περισσότερες μελέτες χρησιμοποιήθηκε το σκεύασμα Dyract το οποίο, σύμφωνα με τον κατασκευαστή, χρησιμοποιήθηκε με τον συγκολλητικό παράγοντα Dyract-PSA Primer/Adhesive χωρίς προηγούμενη αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας. Ο συγκολλητικός αυτός παράγοντας ανήκει στην κατηγορία των αυτοαδροποιούμενων συγκολλητικών παραγόντων πέμπτης γενιάς, για τους οποίους έχει βρεθεί εργαστηριακά ότι η αποτελεσματικότητά τους στην αδροποίηση της αδαμαντίνης είναι λιγότερο αναμενόμενη απ’ την αποτελεσματικότητα του φωσφορικού οξέως και για το λόγο αυτό, στις νεότερες μελέτες (μετά το 2000) οι συγγραφείς έκαναν ξεχωριστή αδροποίηση της οδοντικής επιφάνειας πριν την εφαρμογή του συγκολλητικού παράγοντα για τη δημιουργία ακόμα πιο σταθερού δεσμού με την οδοντίνη. Συγκριτικά με τα προηγούμενα υλικά αποκατάστασης, οι όξινες τροποποιημένες σύνθετες ρητίνες παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας απ’ ότι οι συμβατικές υαλοϊονομερείς κονίες, ελαφρώς καλύτερα απ’ ότι οι ρητινώδεις τροποποιημένες υαλοϊονομερείς κονίες και σχεδόν τα ίδια με τις σύνθετες ρητίνες και για το λόγο αυτό φαίνεται ότι μπορούν να έχουν θέση ανάμεσα στα υλικά αποκατάστασης των νεογιλών δοντιών.

 

BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1]Roeters JJM, Frankenmolen FWA, Burgersdijk RCW, Peters TCRB. Clinical evaluation of Dyract in primary molars: 3-year results. Am J Dent 1998;11:143-148

[2]Randall RC, Vrijhoef MM, Wilson NH. Efficacy of preformed metal crowns vs. amalgam restorations in primary molars: a systematic review. J Am Dent Assoc 2000;131:337-43

[3]Kilpatrick NM. Durability of restorations in primary molars. J Dent 1993;21:67-73

[4]Papathanasiou AG, Curzon MEJ, Fairpo CG The influence of restorative material on the survival rate of restorations in primary molars. Pediatr Dent 1994;16:282-288

[5]Cvar JF, Ryge G Criterion for the clinical evaluation of dental restorative materials. USPHS publication No 790-244 San Francisco, United States Government Printing Office, 1971

[6]Ryge G. Clinical criteria. Int Dent J 1980;30:347-358

[7]NHMRC «Dental amalgam and mercury in Dentistry» National Health and Medical Research Council, Canberra, Australia, 1999

[8]Rugg-Gunn AJ, Welbury RR, Toumba J. British Society of Paediatric Dentistry: a policy document on the use of amalgam in paediatric dentistry. lnt J Paediatr Dent 2001;11:233-8

[9]AAPD. «Guideline on pediatric restoration dentistry» Pediatr Dent. 2005-6; reference Manual; 122-9

[10]Roshan D, Curzon ME, Fairpo CG. Changes in dentists’ attitudes and practice in paediatric dentistry. Europ J Paediatr Dent 2003;4:21-7

[11]Gordon M, Gorfil C, Segal S, Mass E. Treatment policies among Israeli specialists in paediatric dentistry. Europ J Paediatr Dent 2005;6:73-8

[12]Braff MH. A compassion between stainless steel crowns and multisurface amalgams in primary molars. J Dent Child 1975;42:474-478

[13]Dawson LR, Simon JF Jr, Taylor PP. Use of amalgam and stainless steel restorations for primary molars. J Dent Child 1981;48:420-422

[14]Holland IS, Walls AWG, Wallwork MA, Murray JJ. The longevity of amalgam restorations in deciduous molars. Br Dent J 1986;161:255-258

[15]Levering NJ, Messer LB. The durability of primary molar restorations: I. Observations and predictions of success of amalgams. Pediatr Dent 1988;10: 74-80

[16]Wong FSL, Day SJ. Life-span of amalgam restorations in primary molars: some results and comments on statistical analyses Community Dent Oral Epidemiol 1989;17:248-51

[17]Roberts JF, Sherriff M. The fate and survival of amalgam and preformed crown molar restorations placed in a specialist paediatric dental practice. Br Dent J 1990;169:237-244

[18]Roberts MW, Moffa JP, Broring CL. Two-year clinical evaluation of a proprietary composite resin for the restoration of primary posterior teeth Pediatr Dent 1985;7:14-18

[19]Einwag J, Dunninger P. Stainless steel crown versus multisurface amalgam restorations: An 8-year longitudinal clinical study. Quintessence lnt 1996;27: 321-323

[20]Mass E, Gordon M, Fuks AB. Assessment of compomer proximal restorations in primary molars: A retrospective study in children. J Dent Child 1999;66:93-97

[21]Mathewson RJ, Retzlaff AE, Porter DR. Marginal failure of amalgam restorations in primary teeth related to material selection and proximal retention. J Prosth Dent 1973;29:288-291

[22]Mathewson RJ, Retzlaff AE, Porter DR. Marginal failure of amalgam in deciduous teeth: a two-year report. JADA 1974;88:134-136

[23]Petersson LG, Rasmusson CG, Hagberg S, lsacsson P. Fluoride supplemented and non y2 amalgam. A comparative clinical study into the primary and permanent dentition in children. Swed Dent J 1985;9:49-53

[24]Munshi AK, Hegde AM, Bhaskar S. Gallium alloy versus high copper amalgam: a comparative evaluation of corrosion resistance and microleakage in the primary teeth. J Clin Pediatr Dent 2000;24:315-319

[25]Kaga M, Nakajima H, Sakai T, Oguchi H. Gallium alloy restorations in primary teeth: a 12-month study. JADA 1996;127:1195-1200

[26]Nelson GV, Osborne JW, Gale EN, Norman RD, Phillips RW. A three-year clinical evaluation of composite resin and a high copper amalgam in posterior primary teeth. ASDC J Dent Child 1980;47:414-418

[27]Tonn EM, Ryge G, Chambers DW. A two-year clinical study of a carvable composite resin used as class II restorations in primary molars. ASDC J Dent Child 1980;47:405-413

[28]Oldenburg TR, Vann WF, Dilley DC. Comparison of composite and amalgam in posterior teeth of children. Dent Mater 1987α; 3:182-186

[29]Barr-Agholme, Odén A, Dahllöf G, Modeér T. A two-year clinical study of light-cured composite and amalgam restorations in primary molars. Dent Mater 1991; 7:230-233

[30]Östlund J, Möller K, Koch G. Amalgam, composite resin and glass ionomer cement in Class II restorations in primary molars – a three year clinical evaluation. Swed Dent J 1992;16:81-86

[31]Walls AWG, Murray JJ, McCabe JF. The use of glass polyalkenoate (ionomer) cements in the deciduous dentition Br Dent J 1988;165:13-17

[32]Welbury RR, Walls AWG, Murray JJ, McCabe JF. The 5-year results of a clinical trial comparing a glass polyalkenoate (ionomer) cement restoration with an amalgam restoratiοn. Br Dent J 1991;170:177-181

[33]Qvist V, Laurberg L, Poulsen A, Teglers PT. Longevity and cariostatic effects of everyday conventional glass-ionomer and amalgam restorations in primary teeth: Three-year results. J Dent Res 1997;76:1387-1396

[34]Qvist V, Laurberg L, Poulsen A, Teglers PT. Eight-year study on conventional glass ionomer and amalgam restorations in primary teeth. Acta Odontol Scand 2004α; 62:37-45

[35]Hung TW, Richardson AS. Clinical evaluation of glass ionomer -silver cermet restorations in primary molars: one year results. J Can Dent Assoc 1990;56: 239-240

[36]Chu CH, King NM, Lee AMP, Yiu CKY, Wei SHY. A pilot study of the marginal adaptation and surface morphology of glass-cermet cements. Quintessence lnt 1996;27:493-501

[37]Hickel R, Voss A. A comparison of glass cermet cement and amalgam restorations in primary molars J Dent Child 1990;57:184-188

[38]Donly KJ, Segura A, Kanellis M, Erickson RL. Clinical performance and caries inhibition of resin-modified glass ionomer cement and amalgam restorations. JADA 1999;130:1459-66

[39]Fuks AB, Araujo FB, Osorio LB, Hadani PE, Pinto AS. Clinical and radiographic assessment of Class II esthetic restorations in primary molars. Pediatr Dent 2000;22:479-485

[40]Marks LAM, Weerheijm KL, van Amerongen WE, Groen HJ, Martens LC. Dyract versus Tytin Class II restorations in primary molars: 36 months evaluation. Caries Res 1999β;33:387-392

[41]Soncini JA, Maserejian NM, Trachtenberg F, Tavares M, Hayes C. The longevity of amalgam versus compomer/composite restorations in posterior primary and permanent teeth. Findings from the New England Children’s Amalgam Trial. JADA 2007;138:763-72

[42]Duggal MS, Toumba KJ, Sharma NK. Clinical performance of a compomer and amalgam for the interproximal restoration of primary molars: a 24-month evaluation. Br Dent J 2002;193:339-42

[43]Kavvadia K, Kakaboura A, Vanderas AP, Papagiannoulis L. Clinical evaluation of a compomer and an amalgam in primary teeth class II restorations a 2-year comparative study. Pediatr Dent 2004;26:245-50

[44]Qvist V, Thylstrup A, Mjör IA. Restorative treatment pattern and longevity of resin restorations in Denmark. Acta Odontol Scand 1986;44:351-356

[45]Qvist V, Qvist J, Mjör IA. Placement and longevity of tooth-colored restorations in Denmark. Acta Odontol Scand 1990;48:305-311

[46]Wendt LK, Koch G, Birkhed D. Replacements of restorations in the primary and young permanent dentition. Swed Dent J 1998;22:149-155

[47]Leifler E, Varpio M. Proximocclusal composite restorations in primary molars: a two-year follow-up. J Dent Child 1981;48:411-416

[48]Varpio M. Proximoclusal composite restorations in primary molars: a six-year follow-up. J Dent Child 1985;52:435-440

[49]Tonn EM, Ryge G. Two-year clinical evaluation of light-cured composite resin restorations in primary molars. JADA 1985;111:44-48

[50]Tonn EM, Ryge G. Clinical evaluation of composite resin restorations in primary molars: a 4-year follow-up study JADA 1988;117:603-606

[51]Cooley RO, Seman DM, Enright CA, Czerepak CS. Clinical evaluation of composite restoration in primary molars – 24 months. J Dent Res 1987;66:129 Abstr.182

[52]Eidelman E, Fuks A, Chosak A. A clinical, radiographic and SEM evaluation of Class 2 composite restorations in primary teeth. Oper Dent 1989;14:58-63

[53]Fuks A, Chosak A, Eidelman E. A two-year evaluation in vivo and in vitro of Class 2 composites. Oper Dent 1990;15:219-223

[54]Granath L, Schröder U, Sundin B. Clinical evaluation of preventive and class-I composite resin restorations. Acta Odontol Scand 1992;50:359-364

[55]Cunha RF. A thirty months clinical evaluation of a posterior composite resin in primary molars. J Clin Pediatr 2000;24:113-115

[56]Rastelli FP, Vieira RS, Rastelli MCS. Posterior composite restorations in primary molars: an in vivo comparison of three restorative techniques. J Clin Pediatr Dent 2001;25:227-230

[57]Puppin-Rontani RM, Fernando de Goes M, Voelske CE, Garcia-Godoy F. Clinical performance and SEM evaluation of direct composite restorations in primary molars. Am J Dent 2006;19:255-61

[58]Andersson-Wenckert I, Sunnegardh-Gronberg K. Flowable resin composite as a class II restorative in primary molars: A two-year clinical evaluation. Acta Odontol Scand 2006;64:334-340

[59]Paquette DE, Vann WF, Oldenburg TR, Leinfeld KF. Modified cavity preparations for composite resins in primary molars. Pediatr Dent 1983;5:246-251

[60]Vann WF, Paquette D, Oldenburg TR, Leinfeld KF. Modified cavity preparations for composite resins in primary molars: Two year report J Dent Res 1984;63: 277 Abstr. 953

[61]Oldenburg TR, Vann WF, Dilley DC. Composite restorations for primary molars: two-year results. Pediatr Dent 1985;7:96-103

[62]Oldenburg TR, Vann WF, Dilley DC. Composite restorations for primary molars: results after four years. Pediatr Dent 1987;9:136-143

[63]Hse KMY, Wei SHY. Clinical evaluation of compomer in primary teeth: 1-year results. JADA 1997;128:1088-96

[64]Attin T, Opatowski A, Meyer C, Zingg-Meyer B, Buchalla W, Mönting JS. Three-year follow up assessment of Class II restorations in primary molars with a polyacid-modified composite resin and a hybrid composite. Am J Dent 2001;14: 148-152

[65]Pascon FM, Kantovitz KR, Caldo-Teixeira AS, Sanches Borges AF, Nunes Silva T, Puppin-Rontani RM, Garcia-Godoy F. Clinical evaluation of composite and compomer restorations in primary teeth: 24-month results. J Dent 2006;34:381-8

[66]dos Santos MP, Luiz RR, Maia LC. Randomized trial of resin-based restorations in class I and class II beveled preparations in primary molars: 48-month results. J Dent 2010;38:451-49

[67]Vlietstra JR, Plant CG, Shovelton OS, Bradnock G. The use of glass ionomer cement in deciduous teeth- follow up survey. Br Dent J 1978;145:164-166

[68]Fuks AB, Shapira J, Bielak S. Clinical evaluation of a glass-ionomer cement used as a class II restorative material in primary molars J Pedod 1984;8:393-9

[69]Knibbs PJ, Plant CG. An evaluation of a rapid setting glass ionomer cement used by general dental practitioners to restore deciduous teeth. J Oral Rehabil 1990;17:1-7

[70]Andersson-Wenckert IE, van Dijken JWV, Stenberg R. Effect of cavity form on the durability of glass ionomer cement restorations in primary teeth: a three-year clinical evaluation. J Dent Child 1995;62:199-200

[71]Welbury RR, Shaw AJ, Murray JJ, Gordon PH, McCabe JF. Clinical evaluation of paired compomer and glass ionomer restorations in primary molars: final results after 42 months. Br Dent J 2000;189:93-97

[72]Stratmann RG, Berg JH, Donly KJ. Class II glass ionomer-silver restorations in primary molars. Quintessence lnt 1989;20:43-47

[73]Forsten L, Karjalainen S. Glass ionomers in proximal cavities of primary molars. Scand J Dent Res 1990;98:70-73

[74]Hasselrot L. Tunnel restorations. A 3 -year follow up study of Class I and tunnel restorations in permanent and primary teeth. Swed Dent J 1993;17:173-82

[75]Kilpatrick NM, Murray JJ, McCabe JF. The use of a reinforced glass-ionomer cermet for the restoration of primary molars: a clinical trial. Br Dent J 1995;179: 175-179

[76]Holst A. A 3-year clinical evaluation of Ketac-silver restorations in primary molars. Swed Dent J 1996;20:209-214

[77]Krämer N, Frankenberger R. Clinical performance of a condensable metal-reinforced glass ionomer cement in primary molars. Br Dent J 2001;189:317-321

[78]Croll TP, Bar-Zion Y, Segura A, Donly KJ. Clinical performance of resin-modified glass ionomer cement in primary teeth - A retrospective evaluation. JADA 2001;132:1110-16

[79]Qvist V, Teglers PT, Manscher E. Conventional and resin-stabilized glass ionomer restorations in primary teeth. Preliminary results. J Dent Res 1995; 74:440 (Abstr. 318)

[80]Folkesson UH, Andersson-Wenckert IE, van Dijken JWV. Resin-modified glass ionomer cement restorations in primary molars. Swed Dent J 1999;23:1-9

[81]Espelid I, Tveit AB, Tornes KH, Alvheim H. Clinical behavior of glass ionomer restorations in primary teeth. J Dent 1999;27:437-442

[82]Hübel S, Mejàre I. Conventional versus resin-modified glass-ionomer cement for Class II restorations in primary molars. A 3-year clinical study. Int J Paediatr Dent 2003;13:2-8

[83]Qvist V, Manscher E, Teglers PT. Resin-modified and conventional glass ionomer restorations in primary teeth: 8-year results. J Dent 2004β;32:285-294

[84]Rutar J, Me Allan L, Tyas MJ. Clinical evaluation of a glass ionomer cement in primary molars. Pediatr Dent 2000;22:486-88

[85]Marks LAM, van Amerongen WE, Borgmeijer PJ, Groen HJ, Martens LC. Ketac Molar versus Dyract class II restorations in primary molars: twelve month clinical results. J Dent Child 2000;67:37-41

[86]Yu C, Gao X-J, Deng D-M, Yip H-K, Smales RJ. Survival of glass ionomer restorations placed in primary molars using atraumatic restorative treatment (ART) and conventional cavity preparations: 2-year results. Int Dent J 2004;54: 42-46

[87]Yilmaz Y, Eyuboglou 0, Kocogullari ME, Belduz M. A one-year clinical evaluation of a high-viscosity glass ionomer cement in primary molars. J Contemp Dent Pract 2006;7:71-78

[88]Daou MH, Tavernier B, Meyer JM. Two-year clinical evaluation of three restorative materials in primary molars. J Clin Pediatr Dent 2009;34:53-58

[89]Qvist V, Poulsen A, Teglers PT, Mjor lA. The longevity of different restorations in primary teeth. Int J Paediatr Dent 2010;20:1-7

[90]Peters TCRB, Roeters JJM, Frankenmolen FWA. Clinical evaluation of Dyract in primary molars: 1-year results. Am J Dent 1996;9:83-87

[91]Andersson-Wenckert IE, Folkesson UH, van Dijken JWV. Durability of a polyacid modified composite resin (compomer) in primary molars. A multicenter study. Acta Odontol Scand 1997;55:255-260

[92]Vulicevic ZR, Beloica D, Vulovic M. A clinical trial of two compomer systems. J Dent Res 1997;76:165 (abstr. 1211)

[93]Qvist V, Laurberg L, Poulsen A, Teglers PT. Resin-modified glass ionomer and compomer restorations in primary teeth. Three-year results. J Dent Res 1998; 77:637 (Abstr. 42)

[94]Papagiannoulis L, Kakaboura A, Pantaleon F, Kavvadia K. Clinical evaluation of a poly-acid resin composite (compomer) in Class II restorations of primary teeth: a two year follow up study. Pediatr Dent 1999;21:232-235

[95]Marks LAM, van Amerongen WE , Kreulen CM, Weerheijm KL, Martens LC. Conservative interproximal box-only polyacid-modified composite restorations in primary molars, twelve-month clinical results. J Dent Child 1999α 66:23-29

[96]Marks LAM, Weerheijm KL, van Amerongen WE, Groen HJ, Martens LC. Dyract versus Tytin Class II restorations in primary molars: 36 months evaluation. Caries Res 1999β;33:387-392

[97]Gross LC, Griffen AL, Casamassimo PS. Compomers as class II restorations in primary molars. Pediatr Dent 2001;23:24-27

[98]Qvist V, Laurberg L, Poulsen A, Teglers PT. Class II restorations in primary teeth: 7- year study on three resin-modified glass ionomer cements and a compomer. Eur J Oral Sci 2004γ;112:188-196

[99]Turgut MD, Tekcicek M, Olmez S. Clinical evaluation of a polyacid-modified resin composite under different conditioning methods in primary teeth. Oper Dent 2004;29:515-523

[100]Bellinger DC, Trachtenberg F, Barregard L et al. Neuropsychological and renal effects of dental amalgam in children: a randomized clinical trial. JΑMΑ 2006;295:1775-83

[101]DeRouen TA, Martin MD, Leroux BG et al. Neurobehavioral effects dental amalgam in children: a randomized clinical trial. JAMA 2006;295:1784-92